Off-Road.gr

Θέματα Ευρετήριο Δ. Συζήτησης Αρχεία

G-Ride (Eκει Που Οι Αντρες Ξεχωρισαν Απο Τα Κορίτσια)

Γενικώς!
Mountain bike, ορειβασία, σκι, κατασκήνωση κλπ, κλπ κλπ

G-Ride (Eκει Που Οι Αντρες Ξεχωρισαν Απο Τα Κορίτσια)

Δημοσίευσηαπό martin » 10 Ιούλ 2009, 12:54

Έφτιαξα νέο θέμα τελικά, για να υπάρχει χώρος για συζήτηση.
Ήμουν από τους τυχερούς του trip G-Ride της ομάδας DEEPGREECE.gr που έγινε στα βουνά της Πελοποννήσου το δεύτερο Σ.Κ του Ιουνίου. Εδώ θα περιγράψω κάποιες από τις εμπειρίες μου πιστεύοντας ότι έχει νόημα να τις μοιραστώ μαζί σας.

Τι είναι Το G-Ride?

Μια τριήμερη εκδρομή OFF-ROAD με UNIMOG διοργανωμένη από την DEEPGREECE. Δεν λέω και τίποτα καινούργιο θα μου πείτε… αλλά έχασα κάνα δύο κιλά κρύου ιδρώτα,170 euro και πολύ από τη μαγκιά μου εκεί πάνω.
Δηλώνω απερίφραστα ότι δεν έχω φοβηθεί – διασκεδάσει ποτέ περισσότερο στη ζωή μου (και στις μέρες μου έχω κάνει κάμποσες τρελές ταρζανιές).
Δηλώνω ακόμα και πάω στοίχημα ένα βαρέλι μπύρα καλογερική (όποιος κατάλαβε, κατάλαβε) ότι εκεί που πάει το UNIMOG δεν πάει κανένα όχημα με τροχούς. ΚΑΝΕΝΑ.
Οι τύποι Μας πήγανε τρείς μέρες Off-Road (Κυριολεκτικά). Μας τάισαν μπριζόλες παιδάκια και λουκάνικα. Μας Πότισαν από βουνίσιες πηγές και τη τελευταία μέρα μας μέθυσαν με την καλύτερη Μπύρα που έχω πιει στη ζωή μου. (Η καλογερική που λέγαμε πριν) Και μαζί με όλα τα άλλα με έκαναν και πάτερα μιας άγριας βελανιδιάς που φύτεψα με τα χέρια μου στο διάσελο στο Λύκαιο ορος.
Τους ευγνωμονώ για αυτή την εμπειρία μου.


Day one

Ξεκινήσαμε
την παρασκευή 12 του μηνός το πρωί από την Κόρινθο για ένα G-Ride(έτσι το λένε, μάλλον εξ αιτίας των άπειρων G που τρώς στη μάπα) που θα κρατούσε τρία μερόνυχτα, κανένας από μας δεν ήξερε τίποτα και ο Στάθης ο Ζαχιώτης που ήταν η τρίτη του φορά, δεν έλεγε τίποτα στους νέους αν και αυτός ήταν που μας έβαλε ψύλλους στα αυτιά και μας ξεσήκωσε για το DeepGreece. Αφήσαμε τα αυτοκίνητά μας σε ένα φυλασσόμενο παρκινγκ που μας περίμεναν δυο Unimog U1500 και ένα 110αρι Defender.
Έπαθα πλάκα με αυτά που είχαν κάνει οι άνθρωποι στα Unimog. Το κουβούκλιο (Κλειστό roll Gage) των επιβατών είχε δύο οθόνες στην οροφή, που ήταν συνδεδεμένες με κάμερες τοποθετημένες μπροστά και πίσω από το όχημα.
Δίκτυο Lan με σύνδεση στο Internet και mini laptop για την κάθε θέση, προσαρτημένο σε ένα περίεργο πτυσσόμενο λαστιχένιο μπράτσο. Βλέπαμε όλη τη Διαδρομή στο Google Earth και γώ έστειλα και μερικά emails… Τα εννιά καθίσματα ήταν σε τρεις ευρύχωρες σειρές και είχαν φαρδιές ζώνες τεσσάρων σημείων. Κάτω από κάθε κάθισμα υπήρχε ένα box kit με πυροσβεστήρα, σωσίβιο, δυο foil "διαστημικές" κουβέρτες, ένα πλήρες φαρμακείο (είχε από λαβίδες, αιμοστατικούς, δραμαμίνες, φάρμακα για την υπέρταση, χάπια για το νερό, μέχρι και νάρθηκες), μια χημική θερμάστρα και μια περίεργη σκηνή δυο ατόμων που φούσκωνε ακαριαία με φιαλίδιο διοξειδίου του άνθρακα. Φυσικά οι περισσότεροι προτείναμε να αγοράσουμε όλο το kit όπως ήταν.
Για μια ώρα μας έκαναν μάθημα επιβίωσης στα βουνά και πρώτες βοήθειες. Μας είπαν μεταξύ άλλων, πώς να προφυλαχτούμε από κεραυνό, πώς να αντιδράσουμε σε περίπτωση ανατροπής του οχήματος και τι να κάνουμε για να βρούμε νερό και τροφή στα αγριώματα των βουνών. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι αυτό το σιβυλλικό που είχε πει ο Ζαχιώτης, «ότι θα μας φύγουνε τα τσίσα» ήταν κάτι που έπρεπε να πάρω στα σοβαρά και ενδεχομένως κυριολεκτικά. Τότε ήταν που μας μοίρασαν τις υπεύθυνες δηλώσεις περί προσωπικής ευθύνης κι ήρθε κι έδεσε. ( Αν θέλετε μπορώ να ανεβάσω κάπου το πλήρες κείμενο). Περιληπτικά περιέγραφε κάθε τι που θα μπορούσε να σου συμβεί αλλά και μερικά που «δεν υπήρχαν»!!
Το πλήρωμα του δικού μας οχήματος ήταν ο John (Αμερικάνος που μιλάει αστεία ελληνικά ) Οδηγός, ο Κώστας – Πλοηγός(τρελό γέλιο), και ο Μανώλης – Μηχανικός και όταν με το καλό επιβιβαστήκαμε όλοι είχε ξημερώσει πια και ξεκινήσαμε για τη Ζήρια.
Χέστηκα πάνω μου, και συγγνώμη για τα γαλλικά, μα δεν ξέρω πως αλλιώς να το πω. Είμαι επαγγελματίας οδηγός και ιδιοκτήτης ενός «Χωματερού» Disco και πίστευα ότι το χωμα το΄χω. Έχω κάνει πολλά μίλια off-road σε διάφορες χώρες και είμαι έμπειρος σε πρακτικά κάθε είδους τερέν, αλλά αυτό δεν το’χα ξαναδεί. Μπήκαμε σε ένα χωματόδρομο γεμάτο νεροφαγώματα και ο John έδωσε ρεσιτάλ και μαλλιά κουβάρια, και όλα ήταν ωραία και συγκινητικά μέχρι που σε μια στροφή το παλικάρι πήγε ευθεία και ευθεία ήταν γκρεμός!!! Η οθόνη που έδειχνε το δρόμο μπροστά, ξαφνικά γέμισε με ουρανό και αμέσως μετά τα πάντα έγιναν χώμα βράχια και κλαριά. Αν δεν ήμασταν δεμένοι με τις ζώνες θα είχαμε φύγει όλοι. Το Unimog κατάπινε βράχους σα στραγάλια και μας κατέβαζε στην πλαγιά – γκρεμίλα με ευκολία που δεν πίστευα. Κάτι είχαν κάνει με τις αναρτήσεις και δεν κοπάναγε δημιουργώντας την αίσθηση ότι πλάναρες πάνω από τα εμπόδια χωρίς να χτυπιέσαι σα χταπόδι και αυτό ήταν το πιο φοβιστικό πράγμα. Ο φόβος μετριαζόταν κάπως αν κοίταγες τις οθόνες γιατί σε αποστασιοποιούσαν λίγο από την πραγματικότητα, αλλά μόνο λίγο. Στο καπάκι μπαίνουμε σε έναν χείμαρρο με κάτι τεράστια βράχια στην κοίτη του και πλατάνια παντού γύρω. Το τοπίο ήταν καταπληκτικό αλλά δε νομίζω να το πρόσεξε κανείς γιατί ο John πήγαινε ίσια πάνω σε έναν ογκόλιθο με ύψος τρία με τέσσερα μέτρα. Είχαμε πάνω από 50 μοίρες κλίση και σκαρφαλώναμε στο βράχο όταν για πρώτη φορά στη ζωή μου ήθελα να ουρλιάξω Σταμάτα να κατέβω.
Τέλος πρώτου μέρους

Συνεχίζω λοιπόν και είχα μείνει στο βράχο που μου έκοψε τα γόνατα.

Το Κτήνος(Unimog) είχε τη μούρη του ανεβασμένη στο βράχωμα που μας έκοβε το δρόμο και αναπηδούσε σα κατσίκι προσπαθώντας να ανέβει και η μπροστά οθόνη έδειχνε τα σύννεφα ενώ η πίσω τα βότσαλα και τις κροκάλες της κοίτης. Από τη μεριά που καθόμουνα εγώ (ήθελα και παράθυρο τρομάρα μου)έβλεπα τη Ζήρεια να χορεύει τσάμικο και περίμενα ώρα την ώρα που το κτήνος (έτσι το βαφτίσαμε) θα γυρνούσε ανάσκελα και θα ήμασταν με τις ρόδες στον ουρανό. Μια στιγμή ησυχίας και το Unimog ήταν επάνω στο βράχο. Όλοι πήραμε μια βαθιά ανάσα και ο john φαινόταν στην κάμερα να γελάει με τη καρδιά του.

Μόλις μαζέψαμε τα σωθικά μας και το χρώμα γύρισε στα πρόσωπά μας είδαμε ότι Μπροστά μας απλωνόταν η ομορφότερη κοιλάδα του κόσμου και δεν κάνω πλάκα. Σύννεφα κρύβανε τα βουνά και η κοιλάδα ήταν σα ζωγραφιά του Bob Ross. ο καιρός σκοτείνιαζε και αχτίδες ήλιου άνοιγαν περάσματα εδώ κι εκεί κι αφήναν να φαίνεται ένα παχύ χαλί από λουλούδια και πρασινάδες που ήθελες να πας και να ξαπλώσεις εκεί απάνω και να μην κουνηθείς ποτέ.
Οι δυο κοπέλες που είχαμε μαζί σταμάτησαν να κλαίνε, όχι ότι είναι κακό να κλαις , τη δεύτερη μέρα είδα κάνα δυο άντρες να κλαίνε ενώ τα κορίτσια είχαν πάρει το κολάι και το διασκέδαζαν. Αλλά το θέαμα μπροστά μας ήταν απίστευτα μαγικό για να μιζεριάζει κανείς με τον εαυτό του και τους φόβους του. Ήμασταν εννέα άνθρωποι, αμίλητοι και συνεπαρμένοι ολοι από μια δύναμη σχεδόν θεϊκή. Ειλικρινά δεν φανταζόμουν ότι η Ελλάδα έχει τέτοια μέρη.
Περάσαμε την κοιλάδα και μου έκανε εντύπωση ότι ο Μανώλης (Ο Μηχανικός του πληρώματος) κατέβηκε και ξεφούσκωσε τα λάστιχα. Μια από τις κοπέλες τον ρώτησε γιατί και της είπε ότι έτσι το βαρύ Κτήνος έκανε πολύ λιγότερη ζημιά στη χλωρίδα μιας και μοίραζε το βάρος του σε μεγαλύτερη επιφάνεια. Ήταν αλήθεια, κοίταξα πίσω και είδα χορτάρια να ανασηκώνονται από κει που είχαμε περάσει και ντράπηκα. Εγώ έχω ένα αυτοκίνητο(Disco) με το ένα τρίτο του όγκου και της μάζας του Unimog και έκανα πολλαπλάσια ζημιά στις Off-Road εξορμήσεις μου. Πίσω μου άφηνα αυλάκια οργωμένου χώματος, απογυμνωμένου από το χορτάρι και την ομορφιά του. Πολλές από τις οδηγικες και οικολογικές μου συμπεριφορές άλλαξαν σε αυτό το ταξίδι και περισσότερες από μια φορά ένοιωσα το συναίσθημα της αιδούς… εγώ και οι υπόλοιποι. Ο Κώστας μας είπε ότι πλησιάζαμε στη Στυμφαλία και την πρώτη στάση.
Δεν μπορώ να πω ότι ήμασταν και πολύ ανυπόμονοι, άλλωστε ήταν κάτι σαν το allou fun park αλλα με μεγάλη διάρκεια και περισσότερη πλάκα, όταν δηλαδή ξεπέρναγες τον φόβο. Όταν βρεθήκαμε σε ένα μικρό ξέφωτο με πλατάνια σταματήσαμε, ήταν πια περασμένο μεσημέρι και τώρα ήμασταν κουρασμένοι και πεινούσαμε.

Τα παιδιά του πληρώματος άναψαν φωτιά σε μια πέτρινη καψαλισμένη γούρνα και σε λίγο οι μπριζόλες έκαναν παρέλαση από τη σχάρα . Ο John είχε μαζέψει κάτι βοτάνια από τα οποία αναγνώρισα το δεντρολίβανο το πεύκο, το κυπαρίσσι και κάτι που έμοιαζε με δάφνη. Τα έκανε ματσάκια και κάθε τόσο έβρεχε σε νερό ένα, και το έριχνε στη θράκα κάτω από τις μπριζόλες. Σήκωναν πολύ πυκνό καπνό που μύριζε νόστιμα και έκανε τα στομάχια μας να κάνουν τούμπες. Μας είπε ότι είναι κόλπο ινδιάνικο που κάνουν στην πατρίδα του (North Dakota) για να νοστιμεύει το κρέας. Φυσικά είχε δίκιο, οι μπριζόλες ήταν αριστούργημα. Μείναμε σε κείνο το μέρος τρεις ώρες και όταν φύγαμε, εμείς ήμασταν χορτάτοι και ξεκούραστοι και ο τόπος πιο καθαρός από ότι όταν ήρθαμε (Μαζέψαμε και τα ξερά για να μειώσουμε τον κίνδυνο πυρκαγιάς).
Αυτή τη φορά η αναρρίχηση στο Κτήνος ήταν πιο δύσκολη κι όταν καταφέραμε να βολευτούμε στις θέσεις μας ξεκινήσαμε σε ένα δασικό (βλέπε ανύπαρκτο) δρόμο που θα μας πήγαινε σ’ένα βουνίσιο διάσελο στα ψηλώματα για να διανυκτερεύσουμε. Όταν ξεκινήσαμε από τη Στυμφαλία το αλτίμετρο έγραφε 650 μέτρα και όταν φτάσαμε στο διάσελο (γνωστό και ως μεγάλη κοιλιά) είχαμε ανέβει στα 1890 μέτρα. Διασχίσαμε ένα δάσος από μαύρα έλατα μια κοιλάδα ακόμα και ένα χείμαρρο με γρήγορα θολά νερά. Όταν περάσαμε το νερό, επιφωνήματα ανακούφισης ακούστηκαν από όλους μας. Το κτήνος απέδειξε μια ακόμα φορά ότι είναι ασταμάτητο, αργότερα ανακάλυψα ότι τα εύσημα έπρεπε να αποδοθούν στον John αφού ο άνθρωπος είναι μάγος. Το βράδυ μαζεμένοι γύρω στη φωτιά είπαμε ιστορίες και γνωριστήκαμε καλύτερα μεταξύ μας . Ο Μανώλης έφερε ένα laptop και μπήκαμε στο You Tube όπου μας έδειξε μεριά video του john στην έρημο Mοχάβε και στον Καναδά. Μείναμε κάγκελο και ο σεβασμός μας για τον Αμερικάνο ανέβηκε κατακόρυφα. Αλήθεια είναι ότι νοιώσαμε και μεγαλύτερη ασφάλεια γιατί πλέον ξέραμε ότι ο γελαστός τύπος το’χει το άθλημα.
Ανακάλυψα ακόμα, ότι η δουλειά του Κώστα του Πλοηγού ήταν η πιο δύσκολη από όλες στο DEEPGREECE. Την περισσότερη ώρα της σχεδόν κάθετης ανάβασης έτρεχε μπροστά από το Unimog και έδινε οδηγίες στον John ενώ συχνά έδενε το όχημα με διάφορους ιμάντες σε δέντρα. Καλά έκανε το παλικάρι γιατί αν κάναμε και φεύγαμε από κει πάνω θα φτάναμε κουτρουβάλα στον κορινθιακό.
Κανα δυο φορές είδαμε τους άγιους σαράντα να κάνουν σκι και ο John γελούσε , αναρωτιόμουν τι διάολο έκαναν όλα αυτά τα αυγά που καθάριζαν γι αυτό το παιδί…
Μόλις φτάσαμε στη γραμμή που τελείωναν τα δέντρα (λόγο υψομέτρου) το Κτήνος πέταγε πάνω από φυτευτή πέτρα και βραχώματα λες και ήταν άσφαλτος. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τη πλαγιά και μέσα σε ένα ξέφωτο ανάμεσα στο πυκνόφυλλο δάσος είδαμε από ψηλά το άλλο Unimog να μας περιμένει. Ο ήλιος έδυε κι έδινε μια παράσταση ανεπανάληπτη.



Και τώρα πάμε στα δύσκολα.

Η δεύτερη μέρα ξεκίνησε πριν καλά καλά τελειώσει η πρώτη και καμπόσα από τα γεγονότα του Σάββατου 13 του Ιουλίου, μου χαράξανε μερικές ιδέες στο μυαλό για το τι είναι η ζωή και τι διάβολο κάνω εγώ εδώ πέρα.

θα αλλάξω για λίγο «πένα» λοιπόν, γιατί δεν είναι πια μια εύκολη περιγραφή αυτών που είδα, αλλά το ζουμί αυτών που βίωσα, κι αν νομίζετε πως μια βόλτα στα βουνά δεν είναι αρκετή για να μπορεί να κουνήσει απ' τη θέση του έναν άνθρωπο, συγχωρέστε με, μα κάνετε λάθος.

Από το ημερολόγιο μου
Η νύχτα στα δασιά βουνά δεν είναι σκοτεινή κύριοι, δεν κρύβει φόβους και ανασφάλειες πίσω από τους κορμούς και τα φυλλώματα, δεν λουφάζουν εχθροί στο δάσος, από ‘κείνους που στη φυλάνε στη γωνία κι ούτε φίλους που σου στήνουνε καρτέρι. Και γώ δεν το ήξερα και καθόμουνα δίπλα στη φωτιά με τους άλλους ζητώντας παρηγοριά από τις παρλαπίπες που αραδιάζαμε, λες κι άμα συζητούσαμε τα γενόμενα, κάπως θα τα ξορκίζαμε και θα ήταν πιο εύκολα στη χώνεψη.

Λες κι έπρεπε οπωσδήποτε να εξηγηθεί το γιατί χεστήκαμε απάνω μας δυο μέτρα άντρες.

Για μια στιγμή ένοιωσα ζήλια για τις κοπέλες που δεν είχαν ανάγκη όλους αυτούς τους φερετζέδες του αντρισμού για να κανακεύουν το εγώ τους. Βάλανε τα κλάματα και κανείς δεν μπορούσε να τις κατηγορήσει, γιατί ήταν στη φύση τους, αλλά οι άντρες… αυτοί πρέπει να είναι και κυρίως να φαίνονται ατρόμητοι λέει. Αρλούμπες λέω γω πάλι.
Ο φόβος όσο και ο πόνος είναι συστατικά της ίδιας της ζωής και τα νοιώθουμε όλοι και τα δύο, δεν χωρίζει άντρες με γυναίκες και πιστεύω πως είσαι άτυχος αν σου είναι λειψό ένα απ’τα δύο.
Η φωτιά ήταν δυνατή και μου σιγόψηνε το πρόσωπο ενώ στη πλάτη μου ένοιωθα το βουνίσιο κρύο.
Ο Κώστας έλεγε ιστορίες από διάφορους τύπους που είχαν πάθει διάφορα κωμικά στα ταξίδια τους. Τον εκτίμησα για αυτό, μιας και κατάφερε να μας κάνει να γελάμε με τα παθήματα των άλλων και να μην προσπαθούμε απελπισμένα να αναλύσουμε τη φύση των πραγμάτων.
Η Φωτιά έτρωγε τα ξύλα γρήγορα και τα ζουμιά τους σφύριζαν καθώς τα κυνηγούσε η θέρμη.
Κάποια στιγμή βγάλαμε όλοι το σκασμό και μείναμε να κοιτάμε τις φλόγες, το αρχαιότερο θέαμα στην ιστορία του όρθιου πίθηκου.
Έχετε δει ποτέ αστέρια;
Φυσικά και έχετε δει αστέρια, αλλά δεν εννοώ αυτά τα αστέρια. Εγώ μιλάω για τα άλλα, εκείνα που δεν αφήνουνε να πάρεις τα μάτια σου από τον ουρανό.
Εκείνα που σε κάνουνε ονειροπαρμένο, να συζητάς με τα ξωτικά και τις νεράιδες. Τα αστέρια, που όταν ήμουνα παιδί η μάνα μου με τρόμαζε ότι θα βγάλω μυρμηγκιές αν τα κοιτούσα. Ο τύπος λοιπόν καθόταν σε μια πέτρα μόνος του και μέσα στη νύχτα αγνάντευε εκείνα τα αστέρια και σίγουρα δεν φοβόταν τις μυρμηγκιές. Είχε τη πλάτη του γυρισμένη στη φωτιά και την οχλαγωγία και πάω στοίχημα ότι ούτε που μας άκουγε να χασκογελάμε και να λέμε μαλ---ες.
Τον παρακολουθούσα κάμποση ώρα και δεν τον είδα να κουνιέται καθόλου, ήταν απόλυτα προσηλωμένος στον έναστρο ουρανό. Δεν ήταν από τη δικιά μας ομάδα και υποψιάστηκα ότι ήταν από τους άλλους που είχαν έρθει πριν από μας. Ο Κώστας πρόσεξε ότι παρατηρούσα τον τύπο και χαμογέλασε.
«Έτσι είναι από πάντα, μην ανησυχείς». Είπε

Για κάποιο μυστήριο λόγο αυτός ο άνθρωπος μου είχε κάνει εντύπωση και αργότερα έμαθα ότι καλά έκανα κι εντυπωσιάστηκα. Υπάρχει ένας ολόκληρος μύθος γύρω από τον «Αστροστοχαστή» και δεν ξέρω αν θέλω ή αν είμαι έτοιμος να σας πω για αυτό. Θα το σκεφτώ όμως.

Πήγα για ύπνο όταν ο χαρωπός John έλεγε μια ιστορία με Unimog στη Μοχάβε. Είχε ενδιαφέρον αλλά ήμουν κουρασμένος.

Είχα κοιμηθεί σαν κούτσουρο αλλά ξύπνησα πριν το ξημέρωμα.


Άνοιξα τα μάτια μου συνεπαρμένος από τη μυρουδιά της φωτιάς και του φρέσκου καφέ που μου έσπαγε τη μύτη. Ήταν ακόμα σκοτεινά, αλλά σηκώθηκα και βγήκα έξω στο κρύο αφήνοντας το ζεστό και φιλόξενο αντίσκηνο. Είχα κοιμηθεί με τα ρούχα μου, ήμουν πολύ κουρασμένος το βράδυ για να μπω στο κόπο να γδυθώ. Ο Αστροστοχαστής ήταν καθισμένος στις φτέρνες του μπροστά στη φωτιά κι ανακάτευε ένα χάλκωμα ξέχειλο με ελληνικό καφέ που άφριζε και φούσκωνε.
«Τιποτα δε φτιάχνει τον καφέ καλύτερο από τη θράκα και το μπακίρι» είπε χαμηλόφωνα. Συμφώνησα μαζί του.
Όλοι οι άλλοι ήταν στις σκηνές και κοιμόνταν. Στην ησυχία του βουνού άκουγα συγυρίσματα και βαθιές ανάσες. Προσέχοντας να μη κάνω άσκοπη φασαρία, πήγα σε ένα βαρελάκι με νερό και έπλυνα το πρόσωπο και το σβέρκο μου. Αν είχα κάποια χνάρια ύπνου επάνω μου εξαφανίστηκαν μονομιάς γιατί το κρύο νερό με ξύπνησε αμέσως και τελείως. Δεν είχα πάρει πετσέτα να σκουπιστώ κι έτσι τρίφτηκα με τη μπλούζα μου για να πάρω την παγωμένη υγρασία από πάνω μου. Το σκοτάδι έσπαγε από τις φλόγες και η μυρουδιά του ελληνικού ήταν υπόσχεση για τον παράδεισο.
Κερνάς καφέ; τον ρώτησα, κι αυτός μου γέμισε μια κούπα μέχρι απάνω. Κρατώντας τον αχνιστό καφέ να μου ζεσταίνει τις χούφτες, σκεφτόμουν το πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιες μικρές συνήθειες να γεμίζουν νόημα ανάλογα με το μέρος που βρίσκεσαι. Σπάνια μου άρεσε ο καφές και δεν ήταν απαραίτητο συστατικό για να ξεκινήσω τη μέρα μου, αλλά τούτη τη στιγμή δεν θα τον άλλαζα με τίποτα. Έβγαλα τα τσαλακωμένα τσιγάρα μου, ήθελα να καπνίσω. Σε όλο το ταξίδι της προηγούμενης μέρας δεν το βαλα στο στόμα μου, το απαγορεύουν άλλωστε και μόνο όταν ανάβουμε φωτιά μπορούμε να καπνίσουμε, για να πετάμε τις γόπες στις φλόγες. Λένε ότι μια γόπα μπορεί να κάνει εκατοντάδες χρόνια για να διαλυθεί στη φύση, ίσως και χιλιάδες, δεν ξέρω.
Ο Αστροστοχαστής με κοίταγε κατάματα.
«Το σύνδρομο της κάθε μέρας» μου είπε.
Δεν χαμογελούσε κι εγώ δεν καταλάβαινα και το κατάλαβε.
«Το σύνδρομο της κάθε μέρας» επανέλαβε πιο αργά λες κι ήμουνα κανα καθυστερημένο.
«Το παθαίνουν οι άνθρωποι στις πόλεις. Το είχα και γω κάποτε.» κοιτούσε τη φωτιά και χαμοκύλαγε τα κούτσουρα και γώ περίμενα σα μουγκός καθολικός που τον ευλογούσε ο πάπας.
Κοιτάτε να δείτε τώρα. Νοιώθω την ανάγκη να σας πω μερικά πράγματα για μένα πριν σας κάνω το μυαλό κουβάρι. Έτσι για να έχετε μια άποψη ρε παιδί μου και να μη ξεσυνερίζεστε τα γραφτά μου . κατάγομαι από τη Σκωτία απ τη μάνα μου και από την Ελλάδα από τον πατέρα μου. (Martin είναι το πραγματικό μου όνομα). Πρέπει να είμαι 125 με 130 κιλά κρέας και δεν μου αρέσει να ζυγίζομαι. Χοντρό δεν με λες, μιας και είμαι στο 1.90 ύψος και ψιλονταμάρι,(τα‘ριξα σε μπόι τα κιλά από παιδί).
Δεν είμαι κανας μουλιάπας αν και με τίποτα δε θα με δεις για Άδωνη (αν και τώρα τελευταία έχει χάσει πόντους το όνομα). Όταν μιλάω οι άνθρωποι συνήθως μ ακούνε και περνάμε καλά και γενικά λένε πως είμαι καλή παρέα. Άμα πάλι παίξει τσαμπουκάς, να με υπολογίζετε μέσα μιας και ποτέ δεν αφήνω τους φίλους μου να γίνουν ρόμπες. Μου αρέσουνε τα θηλυκά και η γυναίκα μου δηλώνει ευχαριστημένη (αλλά ποιος τις πιστεύει τις γυναίκες τώρα...). Θέλω να πω ότι δεν είμαι γκέι ή τίποτα τέτοιο, όχι ότι έχω κάτι με τους ανθρώπους. Απλά εγώ δεν είμαι. Μη με παρεξηγήσετε λοιπόν που σας τα λέω κάπως για αυτόν τον τύπο, αλλά να που συμβαίνει μερικές φορές στη ζωή μας να συναντάμε ανθρώπους που μας κάνουν εντύπωση. Που τους υπολογίζουμε περισσότερο από άλλους έστω κι αν τους ξέρουμε λιγότερο και ακούμε τη γνώμη τους για σοβαρή. Δεν πιστεύω σε απόλυτα πράματα και γενικά δεν πείθομαι εύκολα, χωρίς να είμαι ξεροκέφαλος. Αλλά είπα και πρωτύτερα ότι κάποιοι άνθρωποι μοιάζουν να πηδάνε πάνω από τοίχους με επιφυλάξεις και ανασφάλειες και η παρουσία τους στα δύσκολα είναι καθησυχαστική. Ξέρω ότι κι εγώ έχω παίξει αυτό το ρόλο για κάποιους στη ζωή μου.
Και τώρα που σας ξεκαθάρισα ότι δεν το κουνάω το δέντρο μπορώ να συνεχίσω.

Γράφτηκε: 16/7/2009 12:00:18 πμ


Έπινα τον καφέ μου και τον περίμενα να ρίξει ένα κούτσουρο στη φωτιά.

«Ζούσα μέρα με τη μέρα σαν όλους». Μου είπε μετά από λίγο ο Αστροστοχαστής
«Έκανα όλα αυτά που πάνω κάτω κάνουμε όλοι, και έμοιαζα με όλους, και σκεφτόμουνα σαν όλους.» μιλούσε αργά και καθαρά και ανασκάλευε τη φωτιά με ένα καψαλισμένο κλαρί.
«Ένα πρωί ο ήλιος ανέτειλε όμορφα και γω δεν είχα μάτια για να τον δω. Μπορεί να κοιτούσα προς τη σωστή μεριά, αλλά δεν έβλεπα τίποτα πέρα από τη «κάθε μέρα» μου.

Η «κάθε μέρα» είχε ένα πρόβλημα όμως και με παίδευε που δε λυνόταν.» σταμάτησε σαν να περίμενε κάτι, μια σπίθα ξεπήδησε από τη θράκα, διαγράφοντας μια λαμπερή βαλλιστική τροχιά στο σκοτάδι. Πήγε και χάθηκε ένδοξα στον παράδεισο που πάνε οι σπίθες.
«Ήταν ίδια κι απαράλαχτη η δικιά μου «κάθε μέρα» με την «κάθε μέρα» κάθε άλλου ανθρώπου που γνώριζα.»

«Αποφάσισα να γυρίσω στο μαγικό κόσμο του δάσους και των βουνών, στα λιβάδια και τα γοργόνερα ποτάμια, αποφάσισα να γυρίσω σπίτι μου. Εκείνη τη μέρα γεννήθηκε η ομορφιά του κόσμου και γώ ξανάμαθα να τη βλέπω, όχι μόνο να την κοιτάω.»
έδειξε ότι είπε ότι είχε να πει και έπιασε να μαγειρεύει πρωινό.

Δεν πιστεύω να άκουσα ποτέ κάτι που να με άγγιξε περισσότερο. Μέσα μου ήξερα πως θα περνούσε καιρός μέχρι να καταλάβω ακριβώς τι είπε και κυρίως γιατί.

Δεν μου άνοιξε συζήτηση ούτε ρωτούσε τη γνώμη μου για κάτι, δεν υπήρχε καμιά μαλακία έτοιμη στο κεφάλι μου για να του τη ξεφουρνίσω, και τώρα που το σκέφτομαι , ευτυχώς.

Ένας αγουροξυπνημένος φασαριόζος τουρίστας έκανε την εμφάνιση του από ένα αντίσκηνο και χάλασε τη στιγμή.

«Τι έχουμε εδώ;» είπε ο μαχμουρλής κόπανος
«Ρωσίδες στο μπλέντερ και κουτάκια με φάπες» απάντησα εγώ, και δεν έκανα πλάκα για τις φάπες.
(Ακόμα αναρωτιέμαι γιατί δεν τον σφαλιάρισα.)
Είδα τον Αστροστοχαστή άλλη μια φορά από τότε και δεν νομίζω πως θα τον ξαναδώ πια, μα αυτό που έσπειρε στο κεφάλι μου, βγάζει ρίζες και φύλα και κλαριά και μεγαλώνει δέντρο ολόκληρο. Πάντως κατά έναν άρρωστο τρόπο το σκηνικό το έχω συνδυάσει με το «Τι έχουμε εδώ;» του μακάκα.


Μαντμουαζέλ ντου γιου λαϊκ γκρης? (Οι Τουρίστες και το βουνό των Λύκων)

Όταν ξημέρωσε είχαν ξυπνήσει όλοι εκτός από τον Κώστα και ο Αστροστοχαστής είχε φύγει.
Σηκωνόταν ομίχλη τώρα κι έκανε ψύχρα.


Πέμπτη, 16 Ιουλίου 2009
Ο Αστροστοχαστής (αργότερα έμαθα το πραγματικό του όνομα, αλλά θα τον λέω έτσι) είχε φτιάξει παστό χοιρινό με αυγά και ντομάτα, σε ένα τηγάνι που μπορούσε να χορτάσει ένα τσούρμο πεινασμένους άντρες.

Μαζευτήκαμε γύρω απ τη φωτιά και φάγαμε καθισμένοι πάνω στα νοτισμένα χορτάρια. Έγλυψα το πιάτο μου και νομίζω πως δεν έχω φάει τίποτα καλύτερο στη ζωή μου. Το ίδιο είπαν και οι υπόλοιποι εκτός από το μακάκα που είπε ότι δεν τρώει τόσο βαρύ πρωινό.

Η ομίχλη είχε ήδη καλύψει τα δέντρα πέρα από το ξέφωτο της κατασκήνωσης κι έφερνε μαζί της μια βαριά υγρασία που πότιζε τα ρούχα και σε έκανε να κρυώνεις. Ο Κώστας έδειχνε ανήσυχος και μιλούσε παράμερα με τους άλλους της deepgreece. Ο καιρός φαινόταν να βαραίνει.
Μόλις μαζέψαμε τα αντίσκηνα ο Μανώλης τα φόρτωσε στο αυτοκίνητο κι ο Κώστας άρχισε να μας λέει το πρόγραμμα της δεύτερης μέρας.

«σήμερα είναι το GRide» είπε
«αυτό σημαίνει ότι ξέρουμε μόνο την αφετηρία και τον προορισμό. Η ίδια η διαδρομή είναι άγνωστη και θα κάνω την πλοήγηση με GPS και υψομετρικούς χάρτες.
Θα χρησιμοποιήσω βοηθήματα αναγνωρισμένης αξίας και τεχνικές που έχουν αποδείξει την επιτυχία τους στο διάβα των αιώνων, με λίγα λόγια θα το παίζω κορώνα γράμματα και θα κάνω μαντεψιές.» γελάσαμε όλοι με το αστείο γιατί δεν καταλάβαμε ότι μας έλεγε πως θα πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα.
«Δεν σας κρύβω ότι θα είναι δύσκολα. Πάρα Πολύ δύσκολα.» Συμπλήρωσε με έμφαση.
«Δεν θα βρούμε δρόμο ή έστω μονοπάτι, θα κάνουμε αρκετή πεζοπορία και θα είμαστε σε περιοχές που δεν είναι προσπελάσιμες από τις υπηρεσίες ανάγκης όπως το ΕΚΑΒ ή άλλες. Αν συμβεί κάτι θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε μόνοι μας. Φυσικά θα φροντίσουμε ώστε να αξίζει και η τελευταία δεκάρα που μας πληρώσατε (170€) αλλά αυτή η πρόθεση μας εξαρτάται πολύ από συνθήκες που δεν ελέγχουμε.»
"Το GRide είναι πολύ επικίνδυνο και απρόβλεπτο. Κανένας δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι όλα θα πάνε καλά και από εμπειρία σας λέω ότι σπάνια είναι έτσι. Υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να αντιμετωπίσουμε βλάβες, να κολλήσουμε σε λάσπες, να χρειαστεί να τραβήξουμε το όχημα με τα χέρια ή ακόμα και να γυρίσουμε πίσω για να πάμε από άλλο δρόμο. Και τη λέξη δρόμο μην τη πάρετε στα σοβαρά."
(Τώρα εγώ δεν θυμάμαι ακριβώς την κάθε λέξη που είπε, αλλά γράφω το νόημα χωρίς να βάζω σάλτσες ή δικά μου.)
«Τώρα είναι η ώρα να μας πείτε αν είστε εντάξει με τη διαδρομή αυτή ή αν θέλετε να πάτε με το άλλο αυτοκίνητο που θα πάει από πιο βατούς δρόμους.»
Μαύρα παχιά σύννεφα κατέβαιναν από τα βουνά. Αν έφερνε βροχή ήμουν σίγουρος πως θα γινόταν χαλασμός.
Οι άλλοι επιβάτες δεν έδειχναν να καταλαβαίνουν τι γίνεται και έκαναν σα σχολιαρόπαιδα που τους έταξαν εκδρομή οι δάσκαλοί τους.
"Είμαστε όλοι σίγουροι ότι το θέλουμε;" ξαναρώτησε ο Κώστας .
Ναι απαντήσαμε με μια φωνή και γω ένοιωθα ηλίθιος. Τα σύννεφα κατρακυλούσαν τώρα προς τα χαμηλότερα.
Αφού τέλειωσαν τα τυπικά και είχαμε συμμαζέψει το χώρο, επιβιβαστήκαμε στο Unimog που μας περίμενε. Μερικοί έκαναν το σταυρό τους και τους καταλαβαίνω.
Ότι ξεκινήσαμε, ο θεός μας πήρε φωτογραφία και μετά από λίγο ακούστηκε η πρώτη βροντή που το επιβεβαίωσε. Μπροστά μας απλωνόταν κατηφορικά το δάσος της Αλωνίσταινας και ο john άρχισε να κάνει μαγικά.


"Φρέσκο πράμα" Σάββατο προς Κυριακή 19 Ιουλίου 2009


Θάμνοι, πέτρες, βράχοι, ολόκληρα αγκωνάρια και πεσμένοι κορμοί δέντρων, νεροφαγώματα και χασίματα, όλα περνούσαν κάτω από το Unimog αφήνοντάς το πρακτικά αδιάφορο για την παρουσία τους.
Παιδική χαρά ήταν και γελούσαμε κι απ’ όλα. Και μετά τελείωσαν οι απλωσιές και ήρθε το πευκόδασος, κι όπου υπάρχει πεύκο να περιμένεις τις πευκοβελόνες.

Ήξερα κάνα δυο πραματάκια για τις πευκοβελόνες και κυρίως ότι γλυστράνε σα σαπουνάδα στο μωσαϊκό. Μπορεί στο ίσιο να έχει πλάκα και να βγάζει ωραία παντιλίκια στα navara του Αγρότη , αλλά εδώ ήταν κάργα κατηφόρα.
Προσπάθησα να κοιτάξω πιο κάτω και είδα ότι η κλίση της πλαγιάς γινόταν μεγαλύτερη. Αλλά και τα πεύκα φαινόταν να πυκνώνουν περισσότερο. Άρα περισσότερες πευκοβελόνες.
Δεν είναι κι εύκολο να σας περιγράψω πως είναι το να κάθεσαι και να βλέπεις από δυόμισι μέτρα ύψος όλον αυτό τον πανικό. Η ταχύτητα μοιάζει μεγαλύτερη από την πραγματική, ειδικά άμα περνάς δίπλα από ψηλά κλαριά και τα ‘χεις για σημείο αναφοράς.

Τα εμπόδια μπορεί να μοιάζουν μικρότερα όταν είσαι μακριά, αλλά δείχνουν να μεγαλώνουν δραματικά όσο τα πλησιάζεις κι αυτό βοηθάει στο να τρομάζεις εύκολα. Πάταγα φρένο, πάταγα γκάζι, κατέβαζα ταχύτητες με το μυαλό μου και είχα συνθλίψει το πατάκι στα πόδια μου από την πίεση αλλά δεν οδηγούσα εγώ. Που να στα λέω… Οδηγούσε ο τρελοαμερικάνος.

Τα μαλλιά μου τα’ χω, αλλά τα κουρεύω κοντά κι έτσι δεν μου περίσσευε τίποτα πρόχειρο για να τραβήξω. Όταν Ο John έχωσε το Unimog μέσα στα πεύκα κι άρχισε να κάνει σλάλομ πάνω στις πευκοβελόνες έσκασε η πρώτη χοντρή σταγόνα βροχής πάνω στο παράθυρο μου. Ωραία σκέφτηκα, τώρα θα κόψει ταχύτητα ο … κι αυτός πάτησε το γκάζι.
Είμαι ζωντανός, είμαι εδώ με λένε Μάρτιν και είμαι καλά και γράφω τούτες τις γραμμές, κι αν αυτό δεν είναι απόδειξη για θαύμα τότε πείτε μου εσείς τι είναι.
Εκείνη τη μέρα έπλασα καινούργιες, ανήκουστες βρισιές, που μερικές από αυτές θα κάνανε το διάολο να κάνει πιπί του επάνω του. Και όλες μα όλες αντλούσαν το λόγο της ύπαρξης τους από τον John. Να ναι καλά το παιδί αλλά άκουσε ένα βόθρο κέρατα.

Οι πευκοβελόνες έκαναν το μόνο πράμα που κάνουν καλά οι πευκοβελόνες. Γλιστρούσαν. Αλλά όταν λέω γλιστρούσαν εννοώ την ίδια την κόλαση της γλίστρας. Πηγαίναμε πάντες και δεν έμοιαζε ότι το αυτοκίνητο είχε οδηγό. Κοψολαιμιάστηκα αλλά τον είδα στην οθόνη, καθόταν κανονικά στη θέση του οδηγού και χαμογελούσε ευτυχισμένος. Ο Κώστας κάτι έκανε με ένα navigator και ο Μανώλης μίλαγε στο κινητό με τη γκόμενα του. Αυτό το τελευταίο το κατάλαβα από το ζαβό, βλαμμένο ύφος του (που τελικά έχουμε όλοι οι άντρες όταν μιλάμε σε τρυφερές υπάρξεις).
Ήμασταν οι επιβάτες μόνοι μας. Το πλήρωμα ήταν στον κόσμο του. Είχε κόψει λίγο τώρα γιατί η κατηφόρα απειλούσε να μας πάρει μπάλα μα έτσι κι αλλιώς, με όσα και να πήγαινε εδώ ήταν πολλά.
«Hold on something Guys» Ακούστηκε η φωνή του John από μπροστά κι άρπαξα τις χειρολαβές στο κάθισμα με όλη μου τη δύναμη ελπίζοντας να αντέξουν, αλλοίμονο σ’ αυτούς που δεν ξέρανε Αγγλικά. Το Μπάμ τους βρήκε απροετοίμαστους.



Φρεσκότερο πράμα... Κυριακή "Σήμερα" 19 Ιουλίου 2009


Δεν ήταν κάποιο ελαφρό τρανταγματάκι. Την ακούσαμε κανονικά και ευτυχώς που τα Recaro προσφέρουν καλή πλευρική υποστήριξη και ζώνες τεσσάρων σημείων. Ακλούθησε πραγματικός ορυμαγδός, κραυγές φόβου ανάκατες με προσευχές, βλαστήμιες και ακατανόητες φράσεις γέμιζαν τον αέρα στο κλουβί με τις τρελές.

«δεν είναι τίποτα βρε σεις» φώναξε ο Κώστας
«Μην ανησυχείτε…»
και τότε ήρθε το δεύτερο Μπάμ, από την άλλη μεριά.

Κοπανιόμασταν κανονικά πάνω στα πεύκα, πότε από τη μια και πότε από την άλλη και ούρλιαζαν όλοι σα να τους σφάζουν. Από κάποιο σημείο και μετά έχασα το λογαριασμό και απλώς προσπαθούσα τρομοκρατημένος να κρατηθώ στη θέση μου. Τώρα που το σκέφτομαι ψύχραιμα , δεν ήταν και τόσο κακό.
Κάτι σαν Λούνα παρκ με Unimog, δέντρα και ομίχλη αντί για τα κλασικά συγκρουόμενα αυτοκινητάκια και την ακατανόμαστη μουσική επένδυση.
Α !!! θέλω να σας πω ότι τα κορίτσια γέλαγαν υστερικά κι εγώ δεν είμαι κακός άνθρωπος αλλά ο μακάκας ήταν πράσινος λαχανί κι έτσι το διασκέδασα λιγάκι.

Ο αμερικάνος μας κατέβαζε στη πλαγιά, γλιστρώντας ακατάσχετα πάνω στο παχύ στρώμα από μουσκεμένες πευκοβελόνες και αναπηδώντας στους κορμούς, ελέγχοντας έτσι την ταχύτητα και την πορεία, μιας και φρένα δεν παίζουν σε τέτοιο τερέν. Ο τύπος ήταν πραγματικός μαέστρος του σέϊκερ γιατί μετά από λίγο, εμείς μοιάζαμε με καλοφτιαγμένα MARGARITAS σε πέτσινα ποτήρια .

Είχα αρχίσει πραγματικά να νοιώθω φραπές όταν τελείωσαν τα πεύκα και βγήκαμε σ’ ένα πλατύ χορταριασμένο ξέφωτο, σπαρμένο με κάτι παράξενα στρογγυλεμένα βράχια. Τότε ήρθε η βροχή με όλη της τη δύναμη.
Στάλες χοντρές σαν καρύδια έπεφταν από τον ουρανό και σκάγανε παντού, κάνοντας ένα δαιμονισμένο ήχο. Το χώμα άρχισε να μαλακώνει και οι πρώτες λιμνούλες έκαναν την εμφάνισή τους διάσπαρτες στο λιβάδι.

Οι κεραυνοί και οι βροντές είχαν απίστευτη δύναμη και μας έκαναν να μαζευόμαστε σα τα κουτάβια στα καθίσματά μας. Δεν ξέρω αν καταφέρνω να σας περάσω το κλίμα, αλλά ξέρω πως ότι κι αν φαντάζεστε είναι λίγο. Η ομίχλη πλέον απλωνόταν παντού σαν βαρύ πέπλο και είχε μια περίεργη αίσθηση ότι κάτι τρομακτικό έκρυβε μέσα της.

Τώρα που τα γράφω μου μοιάζουν λίγο απόμακρα, αλλά στιγμές στιγμές νοιώθω μια ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά, όπως τότε.
Περνούσαμε πάνω από ψηλά χορτάρια και μικρούς θάμνους στη μέση από ένα φαρδύ λιβάδι και καταπώς φαινότανε θα ανεβαίναμε στο βουνό απέναντι.

Η οχλαγωγία μέσα στο unimog ήταν απίστευτη, μιλούσαμε όλοι μαζί προσπαθώντας να κατατάξουμε τα πράγματα σε μια κατηγορία για να γίνουν αφομοιώσιμα από το ταραγμένο μυαλό μας. Κάναμε πολύ θόρυβο, ήταν αλήθεια.
«δεν φοβηθήκαμε πολύ, έτσι;» ρώτησε ο Κώστας μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο.
«το λέω γιατί τώρα θα φοβηθούμε πραγματικά πολύ…» ησυχία που μπορούσες να την κόψεις με μαχαίρι έπεσε πάνω μας, σαν βαριά κουβέρτα.

«τώρα που έχω την προσοχή σας θα ήθελα να σας πω μερικά πραγματάκια για το τι μπορεί να συμβεί στη συνέχεια…» αν είχε την προσοχή μας λέει.. σε λίγο θα είχε και τα κορμιά μας μέσα σε πλαστικές σακούλες, αραδιασμένα στη σειρά.

«πρόκειται να συναντήσουμε μερικές σημαντικές δυσκολίες και από ότι φαίνεται έχουμε κάποιες επιλογές. Τα πράγματα έχουν ως εξής. Το βουνό απέναντι το ξέρουμε καλά και είναι δύσκολο. Έχει περάσματα που θα πηγαίνουμε συνέχεια βίντσι και πολλά βράχια που θα πρέπει να ανέβουμε με τα πόδια.
Αυτή είναι η πρώτη επιλογή με σοβαρό της μειονέκτημα ότι είναι γνωστή διαδρομή. Το GRide όμως είναι άγνωστες διαδρομές. Η δεύτερη επιλογή είναι η κλεισούρα που βλέπετε στα αριστερά μας και σας διαβεβαιώνω ότι είναι κάθε άλλο εκτός από εύκολη. Η Τρίτη είναι ένας δασικός των Γερμανών από τον δεύτερο παγκόσμιο που μάλλον έχει κλείσει από κατολισθήσεις.
Την τελευταία φορά που ξέρουμε ότι χρησιμοποιήθηκε, ήταν από αντάρτες στα χρόνια του εμφύλιου. Δεν τον έχουμε περάσει ποτέ και έτσι πληροί τις προϋποθέσεις του GRide. Τώρα φυσικά δεν ξέρω αν μπορούμε να τον θεωρήσουμε Off Road, αλλά μετά από τόσα χρόνια ένας θεός ξέρει τι θα βρούμε.»
Οπωσδήποτε ο δρόμος ήταν η λέξη μαγνήτης, γιατί δρόμος σημαίνει κάτι που περπατάς επάνω του, όπως και να’ ναι όταν λες δρόμο δεν εννοείς βουνά και απροσπέλαστες λαγκαδιές. Έτσι δεν είναι;
Είμαι σίγουρος ότι κάτι τέτοια σκεφτόμασταν όλοι έχοντας ξεχάσει το γιατί πληρώσαμε τόσα λεφτά. Ο μάγκας ο πολύς ο καρα - περιπετειέϊτορ είχε λουφάξει χεσμένος και το μικρό φοβισμένο ανθρωπάκι είχε πάρει τον ένδοξο θρόνο του με ζαβολιά.
«Το δρόμο το δρόμο» σκούξαμε όλοι μαζί και ο Κώστας έγνεψε συγκαταβατικά.
«ωραία λοιπόν. Θα πάρουμε το δρόμο.» είπε. Στην άκρη των χειλιών του όμως, υπήρχε ένα δυσοίωνο χαμόγελο και μου μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά. Δεν είπα τίποτα σε κανέναν αλλά προετοιμάστηκα για τα πάντα.

Η ώρα είχε πάει 11 όταν βγήκαμε στο δρόμο των Γερμανών. Μπροστά σε ότι είχαμε περάσει μέχρι τότε μας έμοιαζε με autobahn. Το Unimog έμπαινε με τις πάντες στις κλειστές στροφές του ανηφορικού δρόμου. Δρόμος κατ ευφημισμό φυσικά, αλλά απίστευτα ομαλότερος από τα προηγούμενα κατσάβραχα.


Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

Μέσα στο σύδεντρο που πύκνωνε και μαύριζε πάνω απ το Unimog ένοιωσα ένα αίσθημα σαν να ήμουν ξένος, σαν βιαστής μια άγριας και ελεύθερης ύπαρξης.
Τώρα μόλις που ξεχώριζε ο δρόμος, κι αν το λες έτσι πρέπει να είσαι πολύ αισιόδοξος άνθρωπος. Τα δέντρα είχαν πάρει πίσω το χώρο που τους ανήκε και κλαριά σα φράχτης έκλειναν μπροστά μας. Περισσότερο από ένστικτο παρά από το τι φαινόταν, ο John Οδηγούσε το όχημα πάνω στο παλιό μονοπάτι, κληροδότημα των γερμανών κατακτητών.

Το Μαίναλο είναι αρχαίο βουνό, είναι βαθιά ριζωμένο στη γη και στις ιστορίες των ανθρώπων. Δεν είναι φιλικό και πολλές φορές μοιάζει απειλητικό, σκοτεινό, γεμάτο από χθόνιο μυστήριο. Ήμουν με πολύβουη παρέα ανθρώπων, αλλά δεν έχω νοιώσει πιο μοναχικά στη ζωή μου.
Ανεβαίναμε στο βουνό και η λιανή βροχή μας ακολουθούσε. Τα σύννεφα από πάνω μας μελάνιαζαν από το νερό που κουβαλούσαν στα σπλάχνα τους και ήμουν σίγουρος ότι η βροχή θα δυνάμωνε. Αισθανόμουν λες, το βάρος τους να με πιέζει προς τα κάτω. Πιο πέρα ξεχώριζα μεριές μεριές το χάραγμα του δρόμου ανάμεσα στα δέντρα.

Τον είδα. Είμαι σίγουρος ότι τον είδα. Λένε ότι έχουν εξαφανιστεί από τη Πελοπόννησο εδώ και πενήντα χρόνια μα εγώ ορκίζομαι ότι είδα τον λύκο. Ήταν μεγαλόσωμος και γκρίζος με ασημένια κοιλιά, μισοκρυμμένος κι ακούνητος σε μια σκοτεινή λόχμη και με κοιτούσε κατάματα. Η περιέργειά του είχε νικήσει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης που του έλεγε να αποφεύγει τον άνθρωπο και τις μηχανές του κι είχε βγει να μας δει.

Δεν φοβόταν, είμαι σίγουρος. Ακούνητος σα βράχος ανάμεσα στα φυλλώματα των θάμνων, περίμενε υπομονετικά.
Ήταν εδώ πολύ πριν από μας και ήταν σίγουρος ότι θα εξακολουθούσε να είναι πολύ μετά, μα ο λύκος λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο. Έναν επιπόλαιο, ανίκανο, ηλίθιο και αυτοκαταστροφικό ξενοδόχο, που αν θες ντε και καλά να τον γνωρίσεις δεν έχεις παρά να κοιταχτείς το πρωί στον καθρέφτη. Μπορεί να μη δεις τον ίδιο αυτοπροσώπως, αλλά σίγουρα θα γνωρίσεις έναν από τους μετόχους της επιχείρησης. Ο λύκος ήταν εκεί, δείχνοντας με την ύπαρξή του μια σελίδα στις γραφές της γης που εμείς είχαμε καψαλίσει με την φουριόζα ανάπτυξή μας, και τούτη η λέξη δεν είχε ποτέ χειρότερο νόημα στο μυαλό μου από ότι τώρα.

«ένας λύκος!» φώναξα ο ηλίθιος.
δεν ξέρω τι μαλακία με έπιασε και έκανα τέτοιο πράμα. Ακόμα δεν κατάλαβα γιατί δεν κράτησα το στόμα μου κλειστό.
Όλοι στρέψανε τα μάτια τους προς τα κει που κοίταζα αλλά δεν είδαν παρά μια φευγαλέα φιγούρα που χανόταν μέσα στις βαθιές σκιές του δάσους. Είχε φύγει κι άφησε εμένα μόνο μου να περιγράψω μια εικόνα που δεν ξέρω λέξεις για να την πω.
«Έτσι νομίζω» συμπλήρωσα και σώπασα. Δεν ξαναμίλησα μέχρι που βγήκαμε πάνω σ’ ένα μέρος που το λένε Καρυές. Η ώρα ήταν μια το μεσημέρι και το Unimog συνέχιζε την παράξενη πορεία του μέσα στο βουνό και τα μυστικά του.

Νομίζω πως πρέπει να επισημάνω μερικές λεπτομέρειες εδώ.

Τα παιδιά από την DeepGreece μας είχαν δώσει χάρτες που έμοιαζαν με εκείνους της Ανάβασις αλλά δεν ήταν. Τούτοι εδώ μοιάζανε πιο αναλυτικοί και είχαν λεπτομερείς αναφορές για διάφορα απίθανα πράγματα όπως τη σύνθεση του εδάφους και την πυκνότητα της βλάστησης με τα κυρίαρχα είδη δέντρων και φυτών. Ισοϋψείς γραμμές ανά πενήντα μέτρα και περάσματα με σημειώσεις για την βατότητά τους. Φυσικά, ιδιαίτερη μνεία γινόταν και για την πανίδα κάθε περιοχής.

Το Unimog ήταν παράξενα ήσυχο, δεν έκανε τον κλασικό θόρυβο κατσαρόλας του ντιζελοκινητήρα κι απ’ την εξάτμιση του δεν έβγαιναν τα γνωστά ντουμάνια μαύρου καπνού. Η εξήγηση είναι η καλή ηχομόνωση του θαλάμου του μοτέρ και της εξάτμισης και μια έξυπνη αιθαλοπαγίδα νερού κρυμμένη πίσω από το τεράστιο τριθάλαμο ρεζερβουάρ των 150lit!!!.
Τα καθίσματα που καθόμασταν είχαν ανεξάρτητη μοχλική ανάρτηση, πατέντας των ιδίων, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν η αίσθηση μαγικού χαλιού που είχα όταν το όχημα περνούσε πάνω από ασύλληπτες ανωμαλίες. 35mm διαδρομής με απόσβεση επαναφοράς και η ρυθμιζόμενη προφόρτιση ελατηρίου της Ohlins σε κάνουν να πετάς.



ΔΕΥΤΕΡΑ 3 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2009


Το Unimog αναρριχούταν σε ένα χάσιμο του πεσμένου δρόμου και οι αναρτήσεις των καθισμάτων σφύριζαν από την απόσβεση της επαναφοράς του αμορτισέρ. Σκέφτομαι πως αν καθόμασταν σε κανονικά καθίσματα, δεν θα μπορούσαμε να αντέξουμε την καταπόνηση από τα κουνήματα πάνω κάτω.
35 ολόκληρα εκατοστά διαδρομής των καθισμάτων, άλλα 65 από τις αναρτήσεις (μαζί με τα Portals) του οχήματος και τουλάχιστον 3 από την συμπίεση των ελαστικών, τερμάτισαν όλα μαζί αρκετές φορές στη διάρκεια του ταξιδιού. Κοντά στο ένα μέτρο εμπόδιο πέρναγε κάτω από το Unimog πριν το χτύπημα φτάσει σε μας.
Φαντάσου τι θα τράβαγε η μέση και η πλάτη μας αν ήταν αλλιώς. (Πρέπει να φτιάξω μια τεχνική περιγραφή αυτού του οχήματος όταν τελειώσω την ιστορία και ο Μανώλης είπε ότι θα με βοηθήσει.)

«Θα πάμε σε ένα μέρος που φαντάζομαι ότι θα σας αρέσει» είπε ο Κώστας
«δεν είναι μακριά από δω και θα μας δώσει την ευκαιρία να ξεμουδιάσουμε τα πόδια μας»
Η βροχή είχε σταματήσει αλλά τα σύννεφα από πάνω μας ήταν πιο βαριά και μαύρα από πριν. Πολλές φόρες είχα την εντύπωση ότι ήταν βαθύ σούρουπο ή ακόμα και νύχτα μέσα στο πυκνόδεντρο δάσος και στην πραγματικότητα ήταν μέρα μεσημέρι.
Το παλιό χάραγμα του δρόμου των Γερμανών στην καρδιά του δάσους, είχε ξεφτίσει και δεν μπορούσες να το διακρίνεις πια. Πεσμένα κλαριά και δέντρα είχαν γίνει εστίες νέας βλάστησης και το χορτάρι ψήλωνε όπου έβρισκε φως.
Περισσότερο έμοιαζε με μια αλυσίδα από μικρά ξέφωτα που κόβονταν από χασίματα και σαβουριασμένους βράχους παρά με δρόμο. Η δύναμη της βροχής του αέρα και του χιονιού είναι ανυπολόγιστα μεγαλύτερη από τη δική μας και των κατασκευασμάτων μας, απλά χρειάζονται χρόνο, κι αν τον έχουν, τότε τίποτα δεν μπορεί να τους αντισταθεί.
Μην παραξενεύεστε που αρχαία μνημεία σαν τον Παρθενώνα στέκονται όρθια μετά από χιλιετίες, είναι που οι άνθρωποι πάντα τα ξεχορτάριαζαν και τα περιποιούνταν, αλλιώς θα είχαν χαθεί στην πράσινη αγκαλιά της φύσης ή θα είχαν γίνει σκόνη από τον αέρα, το χιόνι και τη βροχή ή απ’ όλα μαζί.

Θα προχωρήσαμε ισα με τέσσερα ή πέντε δύσκολα χιλιόμετρα όταν ο John σταμάτησε στη μέση ενός επίπεδου ανοίγματος χωρίς δέντρα και θάμνους αλλά γεμάτου με ψηλό χορτάρι. Οι σκιές πλέκονταν μεταξύ τους σε μια αδιαπέραστη σκοτεινή κουρτίνα που μας κύκλωνε από παντού και ήθελα να πάω και να χωθώ εκεί μέσα, ανάμεσα στα κλαριά και τις πρασινάδες και να χαθώ για πάντα στη μυστηριακή μήτρα του Μαίναλου.
Πολλές φορές φαντάζομαι τον εαυτό μου ξαπλωμένο εκεί βαθιά στις σκιερές λόχμες και τα δασωμένα ρέματα των βουνών, ακίνητο και σιωπηλό. Είναι κάτι που με ηρεμεί και με βοηθάει να αντέξω πολλά από τα σκατά της καθημερινότητας.

Κατεβήκαμε από το Unimog και γω πήγα παράμερα και βάλθηκα να τεντώνω τα μέλη μου για να ξεμουδιάσω. Το αίμα κυκλοφορούσε ξανά κι έφερνε μαζί του πόνο από πιασμένους μυς και αρθρώσεις. Κοιτούσα προς τη κορυφή του βουνού που υψώνονταν κοντά στα δυο χιλιάδες μέτρα από πάνω μου, κρυμμένη μέσα σε παχιά σύννεφα.
Το δάσος έτρεχε στις πλαγιές κι ανέβαινε μέχρι απάνω, μαύρο και μυστικό σαν χοντρή κουβέρτα που από κάτω της συμβαίνανε μυστήρια και θαύματα.
Ένοιωσα μια ανατριχίλα να διατρέχει την πλάτη μου, τούτο το μέρος μου άρεσε.
Είχα κάτσει στις φτέρνες μου κι αφουγκραζόμουν το δάσος προσπαθώντας να αγνοήσω τους άλλους πίσω μου και σκεφτόμουν πως θα ήταν αν είχα το σπίτι μου εκεί πέρα.
Μου αρέσει η μοναξιά και μου αρέσουν τα ψηλά μέρη, δεν έχω τίποτα κακό να μοιράσω με τη θάλασσα αλλά νοιώθω συνεπαρμένος από τα βουνά. Είναι ευγενικά και άγρια συνάμα, δεν θέλουν να μπουν στην ζωή σου και να την αλλάξουν, αυτή αλλάζει από μόνη της όταν έρχεται η ώρα.
Δεν σε έχουν ανάγκη να τα περπατήσεις για να γνωριστείς μαζί τους, αυτό το κάνεις εσύ από μόνος σου γιατί δεν μπορείς να αγνοήσεις τη δύναμη τους.
Στις φλέβες μου κυλάει αίμα από τη μάνα μου που γεννήθηκε και μεγάλωσε στα σκοτσέζικα ορεινά ψηλώματα όσο και από τον πατέρα μου που είναι μανιάτης από οικογένεια παλιών και θαλασσοδαρμένων πειρατών, έχω μέσα μου τις δυο άκρες του κόσμου μα η θάλασσα δεν με κέρδισε ποτέ. Νοιώθω και μάλλον είμαι βουνίσιος

Ήμουν ήσυχος και βυθισμένος στις σκέψεις μου και καθόμουν εκεί, μισοκρυμμένος μέσα στα ψηλά χορτάρια στην άκρη του λιβαδιού και μόνο ένα βήμα με χώριζε από το πυκνόφυλλο σαγηνευτικό δάσος. Με ξύπνησε η συζήτηση πίσω μου.
Δεν ήταν κοντά και μιλούσαν χαμηλόφωνα αλλά τα αυτιά μου δουλεύουν καλά. Θέλω να πω ότι δεν χρειαζόταν να στήσω αυτί για να τους ακούσω να μιλάνε κι ούτε θα το έκανα ποτέ.

«τους αμόλησαν χύμα εδώ πάνω και τρώνε τα κοπάδια… Κάποτε υπήρχε επικήρυξη ξέρεις..…» η φωνή ανήκε σε έναν υπεύθυνο δημοσίων σχέσεων μιας εταιρίας στην Αθήνα, τον έλεγαν Γιάννη.
«Ναι. Ξέρω, αλλά τώρα είναι προστατευόμενο είδος και παπαριές» απάντησε κάποιος και ήταν ο γνωστός μακάκας.
«Πάντως αν το κανονίσετε, εγώ είμαι μέσα.»
«Θα Δούμε, δεν ξέρω ακόμα. Τι όπλο έχεις;»
«Ένα STEYR SEMI… καλή καραμπίνα»
«Ναι, αυτά τα αυστριακά είναι γρήγορα όπλα»
«Και πού να το δεις με τα βαριά πεντάβολα του … … … Σκοτώνει κυριολεκτικά το εργαλείο»
«εγώ έχω ένα ιταλικό αν και για αυτή την περίπτωση παίζουν και οι παγίδες … ένα κοτοπουλάκι δόλωμα και μια χαρά.»
«ναι, και το κουνέλι είναι καλό.»

Εκείνη την ώρα σηκώθηκα όρθιος και με είδαν. Με το δεξί μου χέρι κρατούσα το κεφάλι μου. Αυτό είναι κακό σημάδι που το αναγνωρίζουν μόνο όσοι με ξέρουν κι αυτοί οι άνθρωποι δεν με ήξεραν.

« τέλος πάντων τώρα, θα κανονίσουμε και θα σε πάρω τηλέφωνο.» είπε ο μακάκας και τέλειωσε τη συζήτηση, αλλά ήταν πια αργά.

Στεκόμουν εκεί όρθιος και ήμουν θυμωμένος. Ένοιωθα υπεύθυνος και μαλάκας. Έστριψα προς το μέρος τους. Ήταν δέκα βήματα για να τους φτάσω, μια ανάσα αν κινιόμουν γρήγορα. Κι Έτσι έκανα.

Ο λαιμός μου ήταν τόσο κόμπος που δεν μπορούσα να μιλήσω, ποτέ δεν μπορώ να μιλήσω όταν είμαι θυμωμένος και μερικοί το παίρνουν λάθος. Αυτοί δεν το πήραν κι εγώ έκανα ότι έπρεπε να κάνω.

Το παρά κάτω το έχω γράψει αλλά είναι λίγο γουέστερν και ντρέπομαι να το βγάλω στο πόστ. Αν κάποιος θέλει οπωσδήποτε να το διαβάσει, ας μου κάνει ένα pm. Πάντως, Οι δυο πονεμένοι έμειναν στο αυτοκίνητο όλη την ήμερα και βγήκαν μόνο το βράδυ στην κατασκήνωση. (εκεί θα σας πω τι έγινε όταν θα έρθει η ώρα)

Αφού περάσανε τα δύσκολα, βρέθηκα να με κοιτάνε όλοι επιφυλακτικά, αν και σε μερικούς είδα μια κρυφή επιδοκιμασία. Τους είχα πει τι έγινε, όχι ότι τα διηγήθηκα με το νι και με το σίγμα, αλλά κατάλαβαν τα γεγονότα κι αυτό ήταν αρκετό.
Οι άνθρωποι συνήθως αποφεύγουνε τη βία και καλά κάνουν, αλλά υπάρχουν κάποιες φορές που μοιάζει η μόνη αξιοπρεπής διέξοδος.

Ο Κώστας μπήκε μπροστά και τον ακολουθήσαμε σε ένα ανηφορικό μονοπάτι μέσα στο δάσος. Περπατήσαμε, σκαρφαλώσαμε και συρθήκαμε για περισσότερο από μισή ώρα.
Τα χαμόκλαδα με χτυπούσαν στο πρόσωπο και οι πέτρες που κατρακυλούσαν κινδύνευα να μου έρθουν στο κεφάλι κι έτσι είχα το νου μου.
Πήγαινα τελευταίος για να μην έχω περίεργες ματιές καρφωμένες στην πλάτη μου αλλά μπροστά μου ανηφόριζε η Λίνα. Μια από τις κοπέλες που μάλλον έδειχνε να με συμπαθεί. Εγώ ήμουν τυχερός και αυτή ήταν η πιο καλλίγραμμη γυναίκα που έχω δει τα τελευταία πέντε χρόνια.
Ξέχασα το μακάκα και τον δημοσιοσχεσίτη κι αφοσιώθηκα στο θέαμα.

Γλίστρησα δυο φορές σ’ αυτό το μονοπάτι. Την πρώτη επειδή το πόδι μου πιάστηκε σε μια ρίζα φτελιάς και σωριάστηκα κάτω σαν ασκί. Η Λίνα γύρισε ανήσυχη να με βοηθήσει να σηκωθώ. Τη δεύτερη επειδή ήθελα να γυρίσει η Λίνα να με βοηθήσει πάλι… αν τώρα το διαβάσει αυτό η γυναίκα μου, θα το καταλάβετε γιατί δεν πρόκειται να μπορέσω να γράψω άλλο…. Οτιδήποτε άλλο.


Παρασκευή 7 Αυγούστου 2009

Σκεφτείτε κάτι σαν μια μεγάλη σπηλιά φτιαγμένη από πυκνούς θάμνους και δέντρα.
Σκοτεινή και υγρή, στρωμένη με ίσιο, μαλακό χώμα από βρύα που δεν λασπώνει όταν το πατάς.
Σκεφτείτε μανιτάρια περίεργα να φυτρώνουν τόπους τόπους με λαμπερά χρώματα και κάθε λογής σχέδια.
Σκεφτείτε μυρουδιά της βροχής ανάκατη με φρεσκοκομμένο χόρτο και μια μέντα βαρβάτου πεύκου.

Αν κάνετε εικόνα τούτα που σας λέω τότε ίσως να φανταστείτε αυτό που είδαμε εμείς μπροστά μας. Η μαγεία ήταν εκεί και νόμιζα ότι μπορούσα να την αγγίξω με το χέρι μου.
Δεν μιλάω για κάτι φευγαλέο κι ονειρικό, τούτο δω το πράγμα ήταν εκεί, ζωντανό και υπαρκτό όσο και γω. Σχεδόν δεν ήταν φυσιολογικό, ή τουλάχιστο ότι εγώ νομίζω για φυσιολογικό.
Κοίταξα προς τα πάνω και δεν είδα άνοιγμα στις φυλλωσιές, κι όμως ένα απαλό χρυσαφένιο φως απλώνονταν γύρω και έκανε τις δροσοσταλίδες να φέγγουν σαν αστέρια κρεμασμένα στα κλαριά.
Η Λίνα πισωπάτησε κι ήρθε και κόλλησε πάνω μου αναζητώντας ασφάλεια.

Ένοιωσα το άγνωστο μυστήριο να με αγκαλιάζει σφιχτά.

«Κυρίες και κύριοι Ο νεραϊδόλακος» είπε ο Κώστας. Η φωνή του φάνηκε σα να την ρουφάνε τα φυλλώματα, αδύναμη και ισχνή.

Δεν ακούγαμε τίποτα εκεί μέσα, λες και κάποιος είχε κατεβάσει την ένταση. Ούτε πουλιά ούτε τον αέρα που φύσαγε, μόνο τις ανάσες μας κι αυτές κοφτές και ρηχές.
“I’m trespassing the land of the fairies here” Δεν ξέρω γιατί, αλλά το σκέφτηκα στα αγγλικά.
Δεν φοβόμουν, το παράξενο κέλτικο αίμα ξύπνησε μέσα μου και τα μάτια της ψυχής μου ρούφηξαν αχόρταγα το θέαμα. Περίμενα από στιγμή σε στιγμή να εμφανιστεί κάποιο ξωτικό, κάποια νύμφη και να μας κυνηγήσει από κει μέσα.
Να αφήσουμε τον τόπο στην γαλήνη του.
Το σύθαμπο φως έκρυβε τις λεπτομέρειες κι άφηνε το μυαλό σου ελεύθερο να πλάσει μαγικές ιστορίες. Ήμασταν αταίριαστοι σ’ αυτό τον τόπο με τα πολύχρωμα μπουφάν μας και τις ορειβατικές μπότες μας. Κι αυτή η παράξενη ησυχία σου έτρωγε τ’ αυτιά. Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό μου. Ήταν ένας κόσμος αυτός, που χάνεται για πάντα, και γω δεν μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό.
Η αδυσώπητη μοίρα έσπρωχνε τη άλλη πλευρά του εαυτού μας στο χείλος του γκρεμού της λήθης, και οι νεράιδες θα έσβηναν από τις αναμνήσεις μας για πάντα. Τα ξωτικά χάνανε τη μάχη στις αίθουσες του κινηματογράφου.
Τα παραμύθια των παιδιών θα άλλαζαν και σιγά σιγά θα γέμιζαν με φριχτά εξωγήινα τέρατα και γιαλαντζί ήρωες. Συνειδητοποίησα για μια στιγμή μονάχα το μέγεθος της απώλειας και συγκλονίστηκα.
Δεν είμαι ο άνθρωπος που συγκινιέται εύκολα αλλά είχα να κλάψω έναν ολόκληρο κόσμο που αργοπεθαίνει, έναν κόσμο που αγαπάω περισσότερο κι από τον ίδιο τον εαυτό μου.
Όταν βγήκα από το άντρο των ξωτικών δεν ήμουν ο ίδιος άνθρωπος. Κι ούτε θα ξαναγίνω ποτέ.
Αναλογίστηκα το έλλειμμα της φύσης μέσα μου και τρόμαξα πραγματικά. Σκούπισα τα δάκρυα από τα μάτια μου και έφυγα από κει.

Κι αν θέλετε να ξέρετε, πριν από τότε δεν μπορούσα να γράψω. Στην πραγματικότητα δεν μπορούσα να βάλω δυο λέξεις στη σειρά έτσι που να βγάζουν νόημα.
Αυτό το κείμενο και όσα ακολουθήσουν είναι ο φόρος τιμής στον χαμένο κόσμο που θα θελα να μεγαλώσουν τα παιδιά μου.
Θέλω να σταματήσω να γράφω εδώ που είμαι τώρα. Να σκεφτώ και να ησυχάσω.
Έχω δουλειά που με περιμένει αλλά δεν μπορώ να την κάνω.
Ξέρετε είμαι συγκινημένος.



Πέμπτη 13 Αυγούστου

Γυρίσαμε στο πλάτωμα που είχαμε αφήσει το Unimog και επιβιβαστήκαμε. Με ένα παράξενο τρόπο και χωρίς κανένα λόγο, η διάθεσή μου είχε φτιάξει. Δεν το έριξα και στο τραγούδι, αλλά ένοιωθα καλά, λες και κάποιο βάρος είχε σηκωθεί από πάνω μου.
Ακόμα και στους δυο πονεμένους χαμογέλασα.
«Είμαστε εντάξει;» ρώτησε ο Κώστας.
φυσικά και ήμασταν.
«Ωραία λοιπόν. Σας παρακαλώ να βεβαιωθείτε πως έχετε δέσει τις ζώνες σας και πως δεν υπάρχει κανένα αντικείμενο έξω απ τα δίχτυα.» φαινόταν σοβαρός.
«τίποτα που να μπορεί να φύγει και να χτυπήσει κάποιον.» συμπλήρωσε.
Αν πω ότι αυτά που έλεγε είχαν σαν αποτέλεσμα να μας καθησυχάσουν θα είναι ψέματα. Η ματιά μου έπεσε στον John και ήταν η πρώτη φορά που δεν τον είδα να χαμογελάει. Ανησύχησα και μου κόπηκε το κέφι.

Μπήκαμε πάλι στο δάσος και αυτή τη φορά δεν υπήρχε μήτε το παραμικρό ίχνος του γερμανικού δρόμου που μας είχε φέρει μέχρι εδώ. Ο Κώστας κοιτούσε στην οθόνη του gps και καθοδηγούσε τον John.
Είχαμε μπει σ’ ένα φαράγγι πνιγμένο με κάτι μαύρα έλατα που απλώνανε τα κλαριά τους σαν ομπρέλες από πάνω μας. Κόψαμε ταχύτητα και πριν σταματήσουμε καλά καλά ο Κώστας άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω. Τον είδα να ανηφορίζει μέχρι που χάθηκε στο σκοτάδι κάτω από τα δέντρα. Πηγαίναμε σιγά τώρα και δεν μιλούσε κανείς.

Το Unimog ανέβαινε την ανηφόρα χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια και μόνο όπου είχε βράχια και μεγάλες ρίζες ο John φαινόταν να προσέχει περισσότερο. Στην πραγματικότητα ήμασταν μέσα στην κοίτη ενός χειμάρρου που λίγο πιο πάνω στένευε επικίνδυνα. Ήταν μια δεξιά καμπή που έκρυβε από τη θέα μας τον «τοίχο», μπροστά στον πελώριο βράχο που ο John ονόμαζε «the wall o’ fear» μας περίμενε ο Κώστας που πήρε το γάντζο από το βίντσι και άρχισε να σκαρφαλώνει σαν κατσίκι τραβώντας πίσω του το συρματόσκοινο που άρχισε να ξετυλίγεται.

Αριστερά και δεξιά μας ήταν οι απροσπέλαστες κάθετες πλευρές του φαραγγιού ενώ μπροστά υψωνόταν το μεγαλύτερο εμπόδιο που είχα δει σε όλη τη διαδρομή. Ο τοίχος ήταν ένα σύμπλεγμα από τέσσερις τεράστιους ογκολίθους που ήταν ο ένας επάνω στον άλλο σαν μέρος από ένα κολοσσιαίο τερατούργημα τιτάνων. Στα περισσότερα σημεία του ο βράχος ήταν εντελώς κάθετος και γινόταν λίγο επικλινής στο ψηλότερο μέρος του. Δεν ήταν μικρότερος από μια δεκαόροφη πολυκατοικία
Πραγματικά δεν μπορούσα να σκεφτώ τι θα κάναμε μιας και το να γυρίσουμε πίσω ήταν πέρα από συζήτηση, αν και οι ροδιές που υπήρχαν στην επιφάνεια του βράχου μου γεννούσαν ένα κακό, πολύ κακό προαίσθημα.

Πέρασαν περισσότερα από δέκα λεπτά αγωνιώδους αναμονής. Κανείς δεν μιλούσε αν και όλοι είχαμε καταλάβει τι επρόκειτο να συμβεί. Καμιά φορά πιστεύω ότι πιο τρομακτική είναι η αναμονή του γεγονότος παρά το ίδιο το γεγονός καθεαυτού.
Πολύ σύντομα έμελε να διαψευστώ οικτρά.

«οκ. Είμαστε δεμένοι» ακούστηκε η φωνή του Κώστα από τον ασύρματο. Ο John γύρισε και μας έριξε μια ματιά όλο νόημα και έβαλε το βίντσι μπροστά.
Ο κινητήρας άρχισε να παίρνει στροφές και ξαφνικά η μούρη του unimog ξεκόλλησε από το χώμα. Ήταν λίγο περίεργο μέχρι και τη στιγμή που νοιώσαμε ότι ολόκληρο το όχημα ήταν στον αέρα, γιατί τότε, έγινε απλά τρομακτικό.
Το συρματόσχοινο ήταν τεντωμένο σαν χορδή και ο μεγαλύτερος φόβος ήταν αν θα άντεχε το βάρος του αιωρούμενου Unimog. Ήταν μερικά δευτερόλεπτα που ήμασταν ελεύθερο εκκρεμές. Το αμάξωμα έβγαζε κάτι σπηλαιώδεις τριγμούς και η ατμόσφαιρα είχε τόσο φορτίο που αν πέταγες μπριζόλα θα ψηνόταν στον αέρα. Ένα συρματόσχοινο ήταν το κέντρο της απόλυτης προσοχής μου, ήταν ο ομφάλιος λώρος που μας σύνδεε με τη ζωή, ήταν το επίκεντρο προσευχών και αναθεμάτων, ήταν ο θεός ο ίδιος. Πήρα ανάσα γιατί κόντευα να σκάσω από ασφυξία.

Ο τοίχος του φόβου ήταν ακριβώς αυτό που έλεγε το παρατσούκλι του. Δεν υπάρχει τρόπος που να ξέρω, για να σας περιγράψω τα συναισθήματα που ένοιωσα εκείνα τα δεκαπέντε λεπτά που κράτησε η ανάβαση, ακόμα και τώρα που γράφω τούτες τις αράδες έχω την εντύπωση ότι περάσαμε ώρες κρεμασμένοι πάνω στο βράχο με το συρματόσχοινο να πάλλεται και να σφυρίζει στον αέρα. Θυμάμαι ότι το αίμα είχε μαζευτεί στο κεφάλι μου αλλά μου φαίνεται αστείο ότι δεν μου έρχεται κάτι καλύτερο να σας πω, ίσως κάποια στιγμή που θα θυμηθώ να φτιάξω ένα μικρό παράρτημα για να συμπληρώσω όσα ξεχνάω τώρα.
Πάντως, ότι και αν μου πει κάποιος για φόβο είναι πατάτες, με το συχώριο βέβαια μα δεν έχω δει ποτέ τον θάνατο από τόσο κοντά και είμαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει κοντύτερα.

Έχω βρεθεί σε δυστυχήματα, σε αρρώστιες και πολλά άλλα που μύριζαν θάνατο και που δεν θέλω να πω. Αυτόν τον κυκεώνα αδέσποτων συναισθημάτων φόβου δεν τον έχω ξανά αντικρύσει στην ζωή μου ποτέ.
Και δεν είναι ότι είσαι μόνος σου και φοβάσαι, γιατί τότε είναι φυσιολογικό να μεγαλοποιείς λίγο τα πράγματα και να ενισχύεις μονάχος σου το τρόμο του θανάτου. Όταν όμως είσαι με άλλους τότε κάθε δικαιολογία καταρρέει και σε πιάνει πραγματικός πανικός. Τα πράγματα δεν έγιναν γρήγορα για να μην προλάβεις να δεις τι σου ήρθε, απλά πηγαίναμε μέτρο το μέτρο κοντύτερα στο να γκρεμοτσακιστούμε από κει πάνω και να σκοτωθούμε στα βράχια από κάτω μας.
Έτσι λοιπόν φίλε μου, τι κι αν κοίταξες στα μάτια τον θεό, εγώ είδα τον διάβολο να μου χαμογελάει.
___________________________________________

Τέλος

The Dog Fight ...
Ο καυγάς...

Είπα να το γράψω για να μη το στέλνω κάθε τόσο με πμ... Η μισή ντροπή δικιά μου κι η μισή δικιά σας...
-------------------------------------------------------------------------------------

Έτρεξα γρήγορα και έσπρωξα πίσω τον δημοσιοσχεσίτη με όλη μου
τη δύναμη και το βάρος. Τινάχτηκε μακριά μα δε στάθηκα να δώ
που κατάληξε γιατί με το ίδιο βήμα έπεσα πάνω στον μαλάκα.
Γκρεμίστηκε στο χώμα σα χάρτινος πύργος και γω βρέθηκα καθισμένος
στο στήθος του με τα κοντά 130 κιλά μου. Είχε χάσει την ανάσα
του και μου έδωσε λίγο χρόνο να κοιτάξω για τον άλλο. Ήταν
μερικά μέτρα πιο πέρα, πεσμένος μπρούμυτα στη γη και προσπαθούσε
να σηκωθεί απ’ τα γλιστερά χορτάρια. Δεν είχα πολύ χρόνο, ότι
ήταν να κάνω έπρεπε να το κάνω γρήγορα και ήσυχα. Ο μαλάκας
ήταν ο πιο μεγαλόσωμος απ’ τους δυο. Θα πρέπει να ζύγιζε
πάνω από 100 κιλά και ήταν στο ύψος μου, φαινόταν γυμνασμένος
κι ένοιωθα το σώμα του να παλεύει άγρια από κάτω μου. Έβηξα
για να βρω τη φωνή μου και του έριξα μια δυνατή σφαλιάρα.
Την λέω Κυριακή γιατί είναι η πρώτη. Πόνεσε και ξαφνιάστηκε
μα δεν ξέρω τι περισσότερο από τα δυο.
«δεν θα έρθεις ποτέ ξανά εδώ πέρα» του είπα και ο ήχος που
βγήκε απ’ το λαρύγγι μου ήταν σα το ξερό κρώξιμο του πρωινού κόκορα.
Του έριξα κι άλλη σφαλιάρα τη Δευτέρα, που έστειλε το κεφάλι
του στην άλλη πλευρά.
«Αν έρθεις θα σε βρω.» είπα και ο λαιμός μου σαν να ήταν
γεμάτος γυαλιά και ξυράφια.
Επάνω που του έριξα τη Τρίτη σφαλιάρα έπιασε να ουρλιάζει
σα παλιογκόμενα. Δεν ήθελα να κλάψει. Δεν μου αρέσει να
βαράω ανθρώπους που κλαίνε και ήθελα να κλείνω τις βδομάδες μου.
«και θα σε σαπίσω στο ξύλο». Είπα χαρίζοντάς του την
Τετάρτη. Αλλά με δάγκωσε στο γόνατο και προσπάθησε να
με πετάξει από πάνω του, έτσι του την έδωσα παρέα
με τη Πέμπτη, υπολόγισα ότι δεν θα άντεχε και τη Παρασκευή.
Ένοιωσα ένα βαθύ κάψιμο στα νεφρά μου και πετάχτηκα όρθιος.
Είχα ξεχάσει το δημοσιο(σ)χεσίτη κι αυτός ήρθε και με κλώτσησε
από πίσω. Καλά να πάθω σκέφτηκα. Είδα κόσμο να πλησιάζει
παραξενεμένος κι ήξερα πως δεν είχα χρόνο, έπρεπε να
ξεμπερδεύω με τους δυο ποντικούς.
Αυτό που φοβάμαι περισσότερο σ’ ένα καυγά είναι οι καλοπροαίρετοι
ειρηνοποιοί, έρχονται ανίδεοι και μπαίνουν στη μέση χωρίς
να ξέρουν τι και πως και πιάνουν κάποιον κρατώντας τον έτσι,
που τον μετατρέπουν σε ανήμπορο θύμα του άλλου. Έχω δει καλούς
ανθρώπους να τρώνε ξύλο εξ αιτίας των ειρηνοποιών.
Ετοιμαζόταν να με ξανακλωτσήσει και τον άφησα να πάρει φόρα.
Όταν ήταν έτοιμος και ισορροπούσε στο ένα πόδι, έπεσα επάνω
του με τον ώμο μου και τον ξαναπέταξα κάτω. Αυτή τη φορά πόνεσε
και πιθανόν να του είχα σπάσει κάποιο παΐδι. Έμεινε κάτω και
δε μπορούσε να ανασάνει.
Γύρισα στον μαλάκα που ζαλισμένος προσπαθούσε να σηκωθεί και
τον πάτησα πάλι στο χώμα. Πονούσα στα νεφρά και ο πόνος δεν
είναι καλός σύμβουλος. Κάθισα πάνω του τραβώντας τα χέρια του
κάτω από τα γόνατα μου και άρχισα να του μιλάω ήρεμα καθώς
του έδινα τη Παρασκευή το Σαββάτο και μια ολοκαίνουργια Κυριακή.
Έμοιαζε κεραυνοβολημένος και γω στα διαλειμματα του εξηγούσα
το πόσο κακό είναι να μη σεβόμαστε τους γείτονές μας στη γη
και να τους κυνηγάμε με άνισους Όρους για τη πλάκα μας. Του
εξήγησα ότι δεν είναι τίμιο και αυτός μου εκμυστηρεύτηκε
πράγματα οικογενειακά του και έλεγε ότι ήθελε τη μανούλα του
και τη μανούλα του Ιησού χριστού. Ορκίστηκε ότι δεν θα
έκανε ποτέ τίποτε για να πειράξει τα κακόμοιρα τα ζώα, και
ισα ισα που αν τον άφηνα θα πήγαινε αμέσως να γραφτεί στην
Greenpeace το WWF και τον ερυθρό σταυρό, τώρα αυτό το
τελευταίο δεν ξέρω γιατί το είπε αλλά δεν τον ρώτησα.
Αφού τα βρήκαμε και τα συμφωνήσαμε, τα επικυρώσαμε κιόλας
επίσημα με μια δίκης μου έμπνευσης μπουνιά στο κούτελο που
τον άφησε αναίσθητο για ένα πεντάλεπτο. (κάποτε είχα ρίξει
κάτω ένα μουλάρι που δάγκωσε όταν το τάιζα μ΄αυτή τη μπουνιά.)
Σηκώθηκα πριν με φτάσουν οι ειρηνοποιοί και πήγα πάνω απ
τον άλλο που ήταν μισοζαλισμένος προσπαθώντας να βρει την
ανάσα του και έκλεισα και μ’ αυτόν μια γρήγορη αλλά τίμια
συμφωνία.
Όταν ήρθαν αλαλάζοντας οι ειρηνοποιοί εγώ ήμουν ήρεμος και
καθόμουν στα χορτάρια με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά μου.
Σώθηκα από τη δημόσια κατακραυγή γιατί εγώ ήμουν μόνος μου
και αυτοί δυο. Άσε που δεν τους πολυσυμπαθούσε και κανείς…



-----------------------------------------------------------
Τελευταία επεξεργασία από martin και 23 Ιαν 2010, 19:07, έχει επεξεργασθεί 23 φορά/ες συνολικά
Άβαταρ μέλους
martin
80cc big bore scooter
80cc big bore scooter
 
Δημοσιεύσεις: 46
Εγγραφή: 06 Σεπ 2008, 00:46
Τοποθεσία: Περιστερι, Αθήνα

DEEPGREECE G-Ride (EκειΠουΟιΑντρεςΞεχωρισανΑποΤαΚορίτσια)

Δημοσίευσηαπό martin » 10 Ιούλ 2009, 15:09

ΜΑΛΛΟΝ τελείωσε... ....
Τελευταία επεξεργασία από martin και 29 Αύγ 2009, 14:35, έχει επεξεργασθεί 3 φορά/ες συνολικά
Άβαταρ μέλους
martin
80cc big bore scooter
80cc big bore scooter
 
Δημοσιεύσεις: 46
Εγγραφή: 06 Σεπ 2008, 00:46
Τοποθεσία: Περιστερι, Αθήνα

DEEPGREECE G-Ride (EκειΠουΟιΑντρεςΞεχωρισανΑποΤαΚορίτσια)

Δημοσίευσηαπό eldar » 10 Ιούλ 2009, 22:28

Βαλε και καμια φωτο, μια εικονα ειναι χιλιες λεξεις.....
Άβαταρ μέλους
eldar
450cc
450cc
 
Δημοσιεύσεις: 515
Εγγραφή: 26 Νοέμ 2005, 14:51
Τοποθεσία: Σέρρες

DEEPGREECE G-Ride (EκειΠουΟιΑντρεςΞεχωρισανΑποΤαΚορίτσια)

Δημοσίευσηαπό xtrail » 11 Ιούλ 2009, 06:53

Λες να κατάφεραν να βγάλουν καμιά φωτο και οταν ήταν στο εσωτερικό του Unimog?
Εικόνα
Άβαταρ μέλους
xtrail
690cc
690cc
 
Δημοσιεύσεις: 2589
Εγγραφή: 20 Απρ 2003, 10:16
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

DEEPGREECE G-Ride (EκειΠουΟιΑντρεςΞεχωρισανΑποΤαΚορίτσια)

Δημοσίευσηαπό martin » 11 Ιούλ 2009, 09:52

ΜΕΣΑ στο Unimog το τελευταίο πράγμα που θα σκεφτόταν ο οποιοσδήποτε θα ήταν το να βγάλει φωτογραφίες . Ήμασταν όλοι απασχολημένοι με την τρομάρα μας. Αλλά οι τύποι ήταν προνοητικοί και είχαν μια κάμερα μέσα στο κουβούκλιο που έδειχνε τις φάτσες μας. έχω δυο dvd από το GRide ένα από το εσωτερικό του οχήματος και ένα split camera από τις δυο εξωτερικές. Πρέπει όμως να κάτσω και να βάλω κάποιο εφέ στα πρόσωπα των υπολοίπων γιατί δεν ξέρω αν θέλουν τα μούτρα τους σε δημόσια θέα. Φυσικά δεν είμαι και ο πατέρας της τεχνολογίας... αν κάποιος μπορεί να βοηθήσει ευχαρίστως. Και συν τις άλλοις αποτελούσε ξεκάθαρο όρο στη δήλωση προσωπικής ευθύνης που υπογράψαμε όλοι, ότι δεν θα εκθέσουμε με κανένα τρόπο (έντυπο, Διαδικτυακό, τηλεοπτικό ή κατά οποιονδήποτε τρόπο και εν γένει δημόσια, υλικό χωρίς την έγγραφη συγκατάθεση των υπολοίπων συμμετεχόντων στο trip.) έχω ήδη προσκαλέσει σε αυτό το forum τους υπεύθυνους του DEEPGREECE και μπορούν να βάλουν φωτογραφίες.

Εγώ κάνω το καλύτερο που μπορώ στο κείμενο και δεν ειναι κι ευκολο. :roll:
Άβαταρ μέλους
martin
80cc big bore scooter
80cc big bore scooter
 
Δημοσιεύσεις: 46
Εγγραφή: 06 Σεπ 2008, 00:46
Τοποθεσία: Περιστερι, Αθήνα

DEEPGREECE G-Ride (EκειΠουΟιΑντρεςΞεχωρισανΑποΤαΚορίτσια)

Δημοσίευσηαπό DeepGreece » 13 Ιούλ 2009, 15:39

καλως σας βρήκα.
Martin
Δεν Πίστευα ότι μπορούσες να γράψεις έτσι. Θα Βάλω το Ποστ στο Site.
Άβαταρ μέλους
DeepGreece
bicycle training wheels
 
Δημοσιεύσεις: 2
Εγγραφή: 13 Ιούλ 2009, 15:35
Τοποθεσία: Αρκαδία

Δημοσίευσηαπό ZooL » 13 Ιούλ 2009, 20:40

εκπληκτικό κείμενο! περιμένουμε τη συνέχεια!

Χ.

'08 Jeep Wrangler JK Unlimited V6 3.8lt

_____

JPForum.gr
- το Ελληνικό Jeep forum
Άβαταρ μέλους
ZooL
450cc
450cc
 
Δημοσιεύσεις: 628
Εγγραφή: 16 Φεβ 2007, 16:06

Δημοσίευσηαπό Dr.Format » 14 Ιούλ 2009, 11:20

Μας έχετε ανοίξει την όρεξη :wink:

αναμένουμε περισσότερα ...


(κοινώς γράφετε !)
Άβαταρ μέλους
Dr.Format
690cc
690cc
 
Δημοσιεύσεις: 1468
Εγγραφή: 12 Φεβ 2003, 14:49
Τοποθεσία: Αθήνα

Δημοσίευσηαπό martin » 14 Ιούλ 2009, 14:09

γράφω, γράφω και παράλληλα προσπαθώ να βγάλω και το ψωμάκι μου για να έχω κάτι να αλείψω πάνω του το χαβιάρι μου που λέει κι ο λαός.
Πρέπει να δω τι θα κάνω και με τις φωτογραφίες. (Κώστα Help me mate!)
Άβαταρ μέλους
martin
80cc big bore scooter
80cc big bore scooter
 
Δημοσιεύσεις: 46
Εγγραφή: 06 Σεπ 2008, 00:46
Τοποθεσία: Περιστερι, Αθήνα

Δημοσίευσηαπό letek » 14 Ιούλ 2009, 17:04

martin γραψε κι αλλα......μας τρελανες την περιεργια
Άβαταρ μέλους
letek
80cc big bore scooter
80cc big bore scooter
 
Δημοσιεύσεις: 30
Εγγραφή: 22 Δεκ 2008, 16:53

Δημοσίευσηαπό martin » 14 Ιούλ 2009, 22:01

Συγχωρείστε μου τα όποια λάθη και τις ασυναρτησίες γιατί ακόμα το παλεύω το ρημάδι.


Για να ξέρετε ποιο είναι το πιο πρόσφατο κείμενο που δημοσίευσα, θα του βάζω ημερομηνία. Μη διαβάζετε δυο τρεις φορές το ίδιο πράμα.

oups! και κάτι ακόμα .. αν ο admin νομίζει ότι τραβάει σε μήκος ή είναι εκτός θέματος παρακαλώ να με ενημερώσει. δεν θέλω να ποστάρω ατέλειωτα σεντόνια σε βάρος της καλής φιλοξενίας σας.
Ευχαριστώ από καρδιάς για την υπομονή και τα καλά σας λόγια.
Άβαταρ μέλους
martin
80cc big bore scooter
80cc big bore scooter
 
Δημοσιεύσεις: 46
Εγγραφή: 06 Σεπ 2008, 00:46
Τοποθεσία: Περιστερι, Αθήνα

Δημοσίευσηαπό Dr.Format » 15 Ιούλ 2009, 09:18

martin έγραψε:Συγχωρείστε μου τα όποια λάθη και τις ασυναρτησίες γιατί ακόμα το παλεύω το ρημάδι.


Martin γράφε - γράφε, τόχεις 8)
Άβαταρ μέλους
Dr.Format
690cc
690cc
 
Δημοσιεύσεις: 1468
Εγγραφή: 12 Φεβ 2003, 14:49
Τοποθεσία: Αθήνα

Δημοσίευσηαπό ZooL » 15 Ιούλ 2009, 11:29

σίγουρα το 'χεις! και όσο πάει γίνεται και καλύτερο!
ευχαριστώ που το μοιράζεσαι μαζί μας :)

Χ.

'08 Jeep Wrangler JK Unlimited V6 3.8lt

_____

JPForum.gr
- το Ελληνικό Jeep forum
Άβαταρ μέλους
ZooL
450cc
450cc
 
Δημοσιεύσεις: 628
Εγγραφή: 16 Φεβ 2007, 16:06

Δημοσίευσηαπό martin » 15 Ιούλ 2009, 12:14

χμ... στην αρχή ήμουν λίγο κολλημένος, με αποτέλεσμα να μοιάζει κάπως σαν διαφημιστική καταχώρηση* ηλίθιου troll. Τώρα του παίρνω τον αέρα και νοιώθω καλύτερα.
Ξέρετε, τα σχόλια σας παίζουν καταλυτικό ρόλο στο να γράφω. Σας ευχαριστώ θερμά που το μοιράζεστε μαζί μου.

*Σωστή επισήμανση φίλου
Άβαταρ μέλους
martin
80cc big bore scooter
80cc big bore scooter
 
Δημοσιεύσεις: 46
Εγγραφή: 06 Σεπ 2008, 00:46
Τοποθεσία: Περιστερι, Αθήνα

Δημοσίευσηαπό Dr.Format » 17 Ιούλ 2009, 09:30

Martin γράφε - γράφε, τόχεις 8)
Άβαταρ μέλους
Dr.Format
690cc
690cc
 
Δημοσιεύσεις: 1468
Εγγραφή: 12 Φεβ 2003, 14:49
Τοποθεσία: Αθήνα

Επόμενο

Επιστροφή στο Mountain

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένα μέλη. Υπάρχουν 5 επισκέπτες