Έλεγα στον Παντελή, βλέποντας τη λιακάδα το πρωί της Κυριακής,
πόσο τυχεροί ήταν οι εντουράδες που θα’τρεχαν με τέτοιες συνθήκες. Καλή παρέα, λάσπες, ποτάμια, λίγη πέτρα, ιδανική πρόσφυση -αν και αυτά τα καινούρια, τα κίτρινα και τα πορτοκαλιά, περνάνε από παντού ρε γαμώτο- και άψογο road book.
Βλέποντας σε μια γωνιά το γνώριμο μούσι του Τάκη, έψαχνα στον αέρα εκείνη τη μυρωδιά, μίγμα από Castrol, Bel-ray και Α1, αλλά τίποτα. Βλέπεις, αυτά τα καινούρια -τα κίτρινα και τα πορτοκαλιά- δεν μυρίζουν καθόλου ρε γαμώτο.
Ξεκίνησα να πάω στο μηχανάκι μου και τα πόδια μου τα αισθανόμουν ελαφριά χωρίς εκείνο το σφίξιμο στους αστραγάλους και το τσικ-τσίκ από το λαμάκι στη μύτη της μπότας.
Ανοίγω την πόρτα και κάθομαι, παραδόξως, πολύ αναπαυτικά στη σέλα τη στιγμή πού ακούω τη φωνή του Παντελή :
“Ξύπνα, μέχρι να ανοίξω τα GPS, στρίψε μερικά τσιγάρα γιατί σε λίγο παίρνουμε εκκίνηση. Η βασιλόπιτα είναι πολύ καλή.» !!!
Εμ βέβαια, λεω στον εαυτό μου, τώρα έχεις παιδάκια, υποχρεώσεις, περισσότερα κιλά και χαλασμένο γόνατο. Γι’αυτό κάτσε μέσα στη ζεστούλα και άκου τις οδηγίες του Παντελή μπας και πάρεις καμιά κούπα αυτή τη φορά ![/i]