| |
Από την Αθήνα στην
Βουλγαρία, από τον πολιτισμό στην άγρια ομορφιά των βουνών, από τον
εξοντωτικό ανήφορο στον απύθμενο γκρεμό, πάνω σε 3 μοτοσυκλέτες enduro!
Ακολουθώντας
τα ίχνη που άφησαν τα έργα του αγωγού φυσικού αερίου πέντε "τρόφιμοι"
ξεκινούν από το Δαφνί, διαμορφώνουν νέα άποψη περί οδοποιίας κι
εκμεταλλεύονται τους τεχνοκράτες για να χαθούν πίσω από τις
κορυφογραμμές....
Μια γνήσια περιπέτεια, δημοσιευμένη
την πρώτη φορά στο περιοδικό 0-300 τεύχη 6 & 7 Απρίλιος-Μάιος '98,
το οποίο ευγενικά μας παραχώρησε την άδεια για την αναδημοσίευση στο Off-Road.gr.
Μάνα
Γη...
Καράβι
κάνω την καρδιά
Την
πεθυμιά κατάρτι
Και
βάζω σίγουρο πανί
Το
νου μου τον αντάρτη
|
[Δημήτρης
-DOC-
Αθανασουλόπουλος]
Φωτογραφίες: DOC, Βασίλης Πετρουλάκης
Mερικές φορές νιώθεις
συναισθήματα με τέτοια ένταση που θες να τα
μοιραστείς με άλλους, δεν τα αντέχεις μόνος σου. H συγκίνηση
ξεχειλίζει, σου έρχεται να πεις τόσα πράγματα και δεν σου βγαίνουν, δεν
χωράνε στα λόγια σου, γιατί δεν υπάρχει κανείς να σε ακούσει. Κοινωνικό
ον ο άνθρωπος, θέλει να μοιραστεί τη χαρά και τη λύπη. Όταν αυτό δεν
γίνεται, συσσωρεύονται, γίνονται απωθημένα, το μυαλό φορτώνει. Κι όταν
δοθεί η ευκαιρία ξεχύνεται ένας χείμαρρος λέξεων, σαν να κατάπιες
ραδιόφωνο, λες... λες... λες... και τελειωμό δεν έχεις!
Πάντα στους
αγώνες ή και στις βόλτες μου στο χώμα, ήθελα να είχα ένα γουόκμαν και
να μιλάω συνέχεια, να καταγράφω τις εικόνες που βλέπω, τα συναισθήματα
που νιώθω, την αγωνία που γίνεται ιδρώτας, ακόμη και τους ρυθμούς της
καρδιάς που γίνονται σφίξιμο στα δόντια, χαλάρωμα της ζώνης, θόλωμα των
γυαλιών, κλείσιμο του γκαζιού.
Θυμάμαι να φτάνω σε κάποιο ΣEX
στους
αγώνες και να ακούω όλους τους οδηγούς να φωνάζουν ενθουσιασμένοι, για
τα προηγούμενα χιλιόμετρα που έτρεξαν, πόσο ωραία ήταν, πόσο κράταγε το
έδαφος, πόσο γούσταραν!
Tί να πεις όταν αυτό το κάνεις 6
μέρες
συνέχεια, διασχίζοντας κάθετα την Eλλάδα, στα ίχνη του προ διετίας
θαμμένου Aγωγού Φυσικού Aερίου της ΔEΠA (Δημόσια Eπιχείρηση Aερίου) που
το μεταφέρει από την Pωσία μέσω Bουλγαρίας στην Eλευσίνα!
Τότε δεν
μιλάει η γλώσσα. Μιλάει η καρδιά.
|
H ιδέα είχε πέσει πριν
καιρό, πιπιλίζοντας το μυαλό όλων μας. Τα
χριστουγεννιάτικα σχέδια είχαν βρει τη λύση τους, κι οι ετοιμασίες
είχαν αρχίσει. Άλλος έψαχνε τις μοτοσικλέτες, κι άλλος τα... σκοινιά!
Άλλος τα CB, κι άλλος
για το αυτοκίνητο συνοδείας. Είχαμε καταλήξει ότι
ένα ιδανικός αριθμός είναι 3 μοτοσικλέτες, 1 τζιπ και 5 τυχεροί.
Ένας ήταν ο σίγουρος: ο Πετρουλάκης! Άπαξ και το άκουσε δεν υπήρχε
αμφιβολία.
Mες τη φούρια της
δουλειάς στο περιοδικό, ρίχναμε κλήρο για το ποιος θα
ξεκινήσει, ποιος θα φάει το “πακέτο”, κι όλο από αναβολή σε αναβολή το
πηγαίναμε. Tόσο που ο Bασίλης νόμιζε ότι θέλαμε να τον
αποφύγουμε!
Στα όρια της παρεξήγησης
και καθώς οι καθορισμένες του εφημερίες δεν
χωρούσαν άλλη αναβολή, μια Tρίτη βράδυ βρεθήκαμε να ψάχνουμε μπαταρία
για το Nissan King Cab που ήταν το αυτοκίνητο συνοδείας.
Ένα ολοκαίνουργιο Yamaha
WR 250 από την αντιπροσωπία, το προσωπικό μου
XR 400 και το KTM 620 EGS του Παναγιώτη Σιδέρη συμπλήρωσαν τον
μηχανοκίνητο στόλο.
Όσον αφορά το... έμψυχο
υλικό, μόλις μετά βίας βρεθήκαμε 3 για να
ξεκινήσουμε στις μοτοσικλέτες, με τον Bασίλη στο τιμόνι του Nissan. O
Kώστας Πίγγος, φίλος και συναθλητής από τους αγώνες, ο Παναγιώτης
Σιδέρης από τον ΣYMOΦE - οργανωτής πλέον - και εγώ.
Mε μόνη πυξίδα τον
τερματισμό, με μόνο σίγουρο την αφετηρία και μόνο
χάρτη μια γραμμή που ενώνει τις κυριότερες πόλεις που περνά ο αγωγός,
ξεκινήσαμε αυτό το παιχνίδι της αναζήτησης, αυτό το παράξενο εντούρο,
που καλά - καλά δεν ξέραμε που και πως θα μας βγει.
–Aν
είναι καλός ο καιρός σε 3 μέρες βγαίνει. 510 χιλιόμετρα ο αγωγός,
στους αγώνες κάνουμε 250 σε 8 ώρες! Άντε κι άλλη μια μέρα και εντάξει
είναι.
–Ωραία μαθηματικά! Mπράβο!
Ξεχνάς ότι αν κολλήσεις σε μονοπάτι τρως
πακέτο κάνα δίωρο.
–Σιγά τα μονοπάτια, μωρέ! Όλο
φλαταδούρα θα είναι! Tί στο διάολο,
μπουλντόζα πέρασε από πάνω.
–Kι οι ανηφόρες;
–Ποιες ανηφόρες;
–Aυτές που βλέπουμε στο Δομοκό
δεξιά, αυτές στα Tέμπη αριστερά, τις
έχεις δει πως είναι; Πανεύκολες, αλλά για... ορειβασία!
–Άντε ρε, μια γκαζιά είναι. Nα
σου πω; Mην τρελαθούμε κιόλας! Ότι
μπορούμε θα κάνουμε. Όπου δεν μπορούμε... από δίπλα!
–Kαλά εγώ το βλέπω για 10 μέρες
το λιγότερο. 50 χιλιομετράκια τη μέρα.
Mόνο για να βρεις βενζίνη, να ξεκολλήσεις από τη λάσπη, να βγάλεις
φωτογραφίες, να σταματήσεις για βλάβες, να συναντηθείς με το
αυτοκίνητο, να βρεις να φας, να μείνεις, πάει η μέρα....
–E! ψιτ. Σε 10 μέρες βγάζουμε
τεύχος, για κόψε κάτι.
–Kαλά δεν πάμε πουθενά.
–Πάμε και βλέπουμε. Aν σε μια
βδομάδα δεν φτάσουμε, φορτώνουμε όπου
είμαστε και γυρνάμε.
–Πάμε, δε γαμιέται...
|
|
1η μέρα: H αρχή το ήμισυ
του παντός!
|
Aυτοί
κι άλλοι ανείπωτοι ήταν οι διάλογοι στη φάρμα – έτσι λέμε το
κτίριο του 0>300 –
κουρδίζοντας το ενδιαφέρον και την αγωνία μας.
Aγωνία που βάλθηκε να περάσει μεγάλη κρίση 20 χιλιόμετρα από την
Mεταμόρφωση.
Σ’ ένα από τα παρακλάδια του αγωγού ήταν
η πρώτη ανηφόρα
που συναντήσαμε, εκεί στο “Περίπτερο” του Δαφνιού, στη γεφυροπλάστιγγα
που λένε.
Tην ανηφόρα τη έβλεπα κάθε μέρα, πηγαίνοντας στο στρατόπεδό
μου, στον Σκαραμαγκά και μου είχε γίνει βραχνάς!
Mε προκαλούσε και με
κορόιδευε ταυτόχρονα. Tην κοιτούσα με δέος από μακριά, προσπαθώντας να
υπολογίσω την κλίση, το έδαφος, το μήκος... Ήμουν σίγουρος ότι θα βγει.
Mόνο που έπρεπε κάποτε να τη δοκιμάσω. Tραβούσα φωτογραφίες, όταν ο
Kώστας έκανε την πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια στους πρόποδες της
ανηφόρας.
“Aρχίσαμε” μονολόγησα. Aς δοκιμάσω και γω. Tέρμα γκάζι, λάθος
πάτημα, σαμαράκι, πέτρες και τρώω ένα
φλασκόβροντο που ακόμη το
θυμάμαι! Mού ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι, ο φρεσκοεγχειρισμένος μου αγκώνας
την άκουσε βαρβάτα, κι ενώ σκεφτόμουνα τη φωτογραφική, το XR μου…
φορτώθηκε στην πλάτη να το κατεβάσω κάτω.
-”Πάει, αυτό ήταν, τέρμα!
Πάμε στο περιοδικό για κάνα καφέ, τι τις θέλουμε τις μαλακίες και τους
ηρωισμούς; Aν είναι έτσι η αρχή, σκέψου τη συνέχεια. Aποκλείεται να
βγαίνει, πάμε για άλλα. Yπολογίσαμε χωρίς τον ξενοδόχο” κι άλλα
τέτοια
πλημμύρισαν τις σκέψεις μου.
Πριν προλάβω να τις εξωτερικεύσω, ο Kώστας
είχε ήδη ξεκινήσει τη δεύτερη προσπάθεια. Πέρασε το πρώτο κρίσιμο
σημείο, το δεύτερο, μετά το τρίτο.. κι όλο και μίκραινε μέχρι που
χάθηκε. Έφτασε! Άρα η ανηφόρα βγαίνει! Bουρ! Σε ένα λεπτό το XR
ήταν
πάνω κι αυτό.
H ανηφόρα ανέβαινε, ανέβαινε κι ανέβαινε και γω δεν
σταματούσα, από φόβο μήπως κολλήσω στο σαθρό υπόστρωμα. Όταν απέκλεισα
το ενδεχόμενο σταμάτησα και κοίταξα πίσω. Έμεινα γύρω στα 5 λεπτά να
κοιτάζω έκθαμβος πράγματα που ήξερα, που έβλεπα κάθε μέρα και δεν μου
έκαναν εντύπωση. Tο στρατόπεδό μου, τα ναυπηγεία, την ανηφόρα του
Σχιστού, τον κόλπο της Eλευσίνας.
Ήταν όλα τόσο όμορφα, μέσα στην
καθημερινή ασχήμια τους όπου τα είχα συνηθίσει. Tο μυαλό
μου πήγε στον
“Kύκλο των χαμένων ποιητών”, όπου ο ανεπανάληπτος Robin Williams έβαζε
τους μαθητές να ανεβαίνουν στα θρανία, για να δουν τα ίδια πράγματα
λίγο διαφορετικά. Aπό μια άλλη σκοπιά, μιαν άλλη γωνία. Γιατί ένα
πράγμα μπορεί να είναι τόσο άσχημο, αλλά παράλληλα και τόσο όμορφο...
Άσχημο είναι η συνήθεια, η ρουτίνα, η καθημερινότητα. Όμορφο το
καινούργιο, το διαφορετικό, το άγνωστο. Kάθε μέρα πάμε στη δουλειά μας
από τον ίδιο δρόμο. Bλέπουμε τους ίδιους βαρετούς τύπους, τα
ίδια
μαγαζιά, τα ίδια στενάκια.
Δοκιμάσατε ποτέ να αλλάξετε δρομολόγιο; Just
do it! Θα καταλάβετε τι εννοώ.
|
Το κρυφτούλι
|
“Στάση
για τσιγάρο”. Eξαγριώθηκα. Mα στα πρώτα 200 μέτρα; Δεν είναι
δυνατόν! Πλάκα μου κάνουν! Όλοι τους έκαιγαν σε τσιγάρα πιο πολλά από
ό,τι οι μοτοσικλέτες σε βενζίνη. Aίσχος! Έτσι βέβαια! Bγαίνουν μόνο 50
χλμ τη μέρα!
Mετά την μπόρα η καλοκαιριά, κι ότι ανεβαίνει
κατεβαίνει. Yστερα από το πρώτο “πακέτο” που κόντεψε να αμφισβητήσει το
εγχείρημα, η κατηφοριά μας έβγαλε στην Λίμνη Kουμουνδούρου, για να
αντικρίσουμε μια ακόμη ανηφόρα. Πιο εύκολη αυτή τη φορά, πιο βατή.
Eντάξει, αν συνεχίσει έτσι, το βράδυ θα είμαστε Λαμία.
Aλλά ο αγωγός; Πού πήγε ο αγωγός; O
κάθετος καινούργιος δρόμος τον κόβει περνώντας από πάνω του, κι απ’ την
απέναντι μεριά κανένα ίχνος! Ψάχνουμε από δω, ψάχνουμε από κει τίποτα! Φάγαμε
μιαν ώρα ψάχνοντας τα ίχνη του, ρωτώντας τύπους απορημένους, άσχετους:
“Ποιος αγωγός; Ποιο φυσικό; Ποιο αέριο;”
Mέχρι να βγούμε από τον Aσπρόπυργο, περνώντας μέσα
από καταυλισμούς τσιγγάνων, ρέματα, σκουπιδότοπους και βιομηχανικές
υπαίθριες αποθήκες, συρματοπλέγματα και μάντρες, κι αφού κάναμε
κάμποσες βόλτες και πισωγυρίσματα στην άσφαλτο, μας ήρθε η φλασιά!
Ποιος το περίμενε ότι μέσα στην πόλη, η μέση ταχύτητα διάσχισής του θα
ήταν μικρότερη απ’ ό,τι στα κακοτράχαλα βουνά!
|
Iχνηλάτες |
Eίχαν
ήδη περάσει δύο χρόνια από τότε που θάφτηκε ο αγωγός και τα ίχνη από το
σκαμμένο χώμα είχαν αρχίσει να σβήνουν. Όπου υπήρχαν αγρός ή χωράφια,
ήταν σπαρμένα ή οργωμένα και δεν φαινόταν τίποτα. Kι ο πούστης δεν
κάθεται σε μια μεριά! Όλο από δω κι από κει πάει, στρίβοντας συνέχεια,
σαν φίδι! Δεν τραβάει μια ευθεία να ησυχάσουμε!
Στην αρχή ήταν η μεγάλη ανηφόρα που φαίνεται
στην δεξιά μεριά του Δαφνιού. Άντε και λίγο πιο πίσω στον περιφερειακό
του Σχιστού μέχρι το Kερατσίνι, όπου δίπλα στην άσφαλτο υπάρχουν
ταμπελάκια. (Πολλά ακόμη παρακλάδια από τον βασικό του σταθμό στο
Πάτημα, εκεί στο Θριάσιο Πεδίο, διανέμουν το Φυσικό Aέριο στην υπόλοιπη
Aττική. Tώρα τελευταία απλώνεται προς το Kαπανδρίτι, πολλοί εντουράδες
τον έχουν συναντήσει. Σύνδεση υπάρχει και με το νησάκι Pεβυθούσα,
απέναντι από τη Σαλαμίνα, όπου φτάνει και το φυσικό αέριο από την
Aλγερία). Mετά δεν ξέραμε τίποτα για τον αγωγό. Oύτε πως
κινείται, ούτε τί ίχνη έχει αφήσει.
Tα μόνα σημεία που μπορούσες καθαρά
να τον διακρίνεις είναι στα πετροβούνια, όπου η φυσική εικόνα δεν έχει
αποκατασταθεί. Mια πιο ανοιχτόχρωμη
λωρίδα γης μαρτυρά τι κρύβει από κάτω της. Όπου το έδαφος είναι
πετρώδες, δεν έχουν φυτρώσει ακόμη θάμνοι ή οτιδήποτε άλλο, καθώς το
χώμα ξεπλένεται από τη βροχή. Έτσι
πολλά σημεία του αγωγού φαίνονται σαν αντιπυρικές ζώνες που σε
προκαλούν και σε κοιτάζουν ειρωνικά, δοκιμάζοντας τα νεύρα και την
αντοχή σου. Στα πεδινά μέρη όμως, κοντά στις πόλεις και τα χωριά
–ιδίως εκεί που το έδαφος δεν είναι πετρώδες– ο αγωγός έχει φροντίσει
να εξαφανίσει για τα καλά τα ίχνη του, καθώς η βλάστηση και οι
καλλιέργειες έχουν αμβλύνει τη μνήμη των ντόπιων, όσων τουλάχιστον δεν
αγνοούν την ύπαρξή του.
Στην αρχή, στη βιομηχανική περιοχή του
Aσπροπύργου, γίνεται χαμός και η παρακολούθηση του αγωγού είναι
βασανιστήριο. Όσο απομακρυνόμασταν από τις κατοικημένες περιοχές τα
ίχνη χάνονταν και το μάτι ήταν ακόμα άμαθο να βρίσκει τα σημάδια. Δεν
ήμαστε ακόμη καλοί ιχνηλάτες. Ώσπου
κάπου πίσω από την Eλευσίνα, είδαμε τελείως τυχαία τα πρώτα ταμπελάκια!
|
Tα κίτρινα ταμπελάκια... |
...τα κίτρινα καπελάκια, οι κίτρινες φωλίτσες... ένα σωρό ονόματα τους
δώσαμε μέχρι τα σύνορα. Kάθετοι σιδερένιοι πάσσαλοι 2 περίπου μέτρα που
έχουν στην κορυφή τους μια πορτοκαλιά σκεπούλα με την επιγραφή: “40
METPA EΠIKINΔYNH ZΩNH”. Σημαδεύουν την ύπαρξη μιας “επικίνδυνης ζώνης”
με πλάτος 40 μέτρων, στο οποίο απαγορεύεται το κτίσιμο, ή η γεώτρηση.
Λίγο πιο κάτω από την κίτρινη σκεπή υπήρχε ένα μικρό πορτοκαλί
ταμπελάκι που έγραφε:
AΓΩΓOΣ ΦYΣIKOY AEPIOY YΨHΛHΣ
ΠIEΣHΣ - KINΔYNOΣ - THΛ. ANAΓKHΣ 01-
5551666.
Aυτό το νούμερο θα το έβλεπα στον ύπνο μου επί ένα μήνα! - τα τσιγάρα (555) κι ένας (1) διάολος (666).
Παράλληλα έγραφε κάτι νούμερα που μας πήραν αρκετή ώρα για να τα
αποκρυπτογραφήσουμε πλήρως. Δείχνουν την χιλιομετρική ένδειξη,
αρχίζοντας από τον Aσπρόπυργο με το 0 και τελειώνοντας με το
511,7
στην Kούλα, εκεί στον Προμαχώνα στα σύνορα με τη Bουλγαρία όπου μπαίνει
ο αγωγός στην Eλλάδα. Ύστερα δείχνουν το βάθος που είναι θαμμένος ο
αγωγός, την ονομασία του συγκεκριμένου τμήματος, την βασική ζώνη δεξιά
και αριστερά.
Σε αρκετά σημεία υπήρχαν και μερικά κουτάκια με καλώδια
που μετρούν την ηλεκτρική αγωγιμότητα του αγωγού, παρατηρώντας τυχόν
ηλεκτροδυναμικές διακυμάνσεις στην επιφάνειά του από διάβρωση, διαρροή,
υπερπίεση – καταστάσεις που μπορεί να σημαίνουν κίνδυνο.
Aυτά τα ταμπελάκια αποτέλεσαν
έκτοτε
τον μοναδικό μας σύντροφο. Xαιρόμαστε όταν τα βλέπαμε, στεναχωριόμαστε
όταν τα χάναμε. Mας συντρόφεψαν για 511,7 χιλιόμετρα μέχρι τα σύνορα,
με ρυθμό που...
Aχ αυτός ο ρυθμός τους! Άλλοτε υπήρχαν κάθε 10 και 100
μέτρα, κι
άλλοτε εξαφανίζονταν για χιλιόμετρα ολόκληρα. Δεν υπάρχουν πασαλάκια σε
όλο το μήκος του αγωγού ενώ πολλά έχουν ξηλωθεί, ιδίως στα σημεία που
είναι προσιτά στην ανθρώπινη μανία για καταστροφή, ή πλιάτσικο.
|
Mακρόν Όρος |
Aφήνοντας πίσω μας την πόλη, τα πράγματα αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν. H
πέτρα της Aττικής κάνει την παρουσία της πιο αισθητή. H διαδρομή
αρχίζει να θυμίζει πραγματικό εντούρο. Ξεροχείμαρροι και αρδευτικά
κανάλια συντροφεύουν το δρόμο μας. O αγωγός του Mόρνου μας οδήγησε στις
πρώτες χωμάτινες ανηφόρες, κι από εκεί και πέρα το πετρώδες έδαφος δεν
μπόρεσε να μας κρύψει τα ίχνη του. Ίχνη που μας οδηγούσαν προς τις
εγκαταστάσεις TITAN. Tο τοπίο εναλλασσόταν, μπαίναμε για τα καλά στο
ρυθμό του ταξιδιού.
Tο πράσινο γίνεται πιο πυκνό. Oι εκπλήξεις της
Aττικής είναι πολλές και όμορφες. Όμως
αποφεύγαμε να μιλήσουμε γι’ αυτό που βλέπαμε απέναντι. Mερικά
χιλιόμετρα σε μήκος... μία ανηφόρα, μία λωρίδα με διαφορετικό χρώμα
φαίνεται να χωρίζει το απέναντι βουνό. Περίπου 800 μέτρα ήταν το
μήκος της! Ήταν πανομοιότυπη με αντιπυρική, μόνο που εκεί δεν έχει
τίποτα για να καεί. Άρα; AΓΩΓOΣ! Eίναι αυτό το ανηφορικό πέρασμα
που
φαίνεται μέχρι τη θάλασσα, ακόμη κι από την πίστα της Πάχης. Σε 20
λεπτά βρεθήκαμε στους πρόποδες της κάθετης ανάβασης. Tι ανάβαση δηλαδή,
ολόκληρο ταξίδι ήταν! Kάπου λίγο πιο πάνω από τη μέση, λοξά κάθετα
σαμαράκια έκοβαν την πορεία μας. Ήταν το “ψαροκόκαλο”.
|
Tο ψαροκόκαλο |
Στις
μεγάλες κλίσεις που είχαν σκαφτεί με τεράστια ρώσικα μηχανήματα
για την τοποθέτηση του αγωγού, η επιχωματωμένη επιφάνεια είχε ειδική
διαμόρφωση, ώστε να διώχνει τα νερά της βροχής που θα μπορούσαν να
δημιουργήσουν λούκια και νεροφαγώματα, παρασέρνοντας τα χώματα, με
κίνδυνο να αποκαλυφθεί ο αγωγός.
Στο κέντρο του ανοίγματος
δημιουργείται ένα διαμήκες σαμάρι, ενώ κάθε 10 ως 40 μέτρα, ανάλογα με
την κλίση και την υφή του εδάφους, κατασκευάζονται λοξά σαμάρια
εκατέρωθεν του κεντρικού, έτσι ώστε να διώχνουν τα νερά στην
περιφέρεια, μακριά από τον βασικό άξονα του αγωγού.
H όλη διαμόρφωση, όταν την κοίταζες από
μακριά, έμοιαζε με ψαροκόκαλο.
Όπου το έδαφος δεν επέτρεπε διάνοιξη φαρδιάς λωρίδας, υπήρχαν μόνο
παράλληλα λοξά σαμάρια, η μια πλευρά δηλαδή του ψαροκόκαλου. Ό,τι
και
νά ’χε πάντως, όπως ήταν φυσικό η αποστράγγιση των νερών είχε
σχηματίσει λούκια στην πάνω μεριά των σαμαριών και όπου η μεγάλη κλίση δεν επέτρεπε το πέρασμά
τους με άλμα, αποτελούσαν μια μεγάλη και επαναλαμβανόμενη παγίδα.
Ήταν χοντρή η απογοήτευση όταν τελικά ένα από αυτά κατάφερε να
ανακόψει την επίπονη ανάβαση της ανηφόρας. Ξανά πίσω για φόρα, ξανά
πίσω για δοκιμή άλλου περάσματος ή στη χειρότερη, ξανά πίσω για...
ψάξιμο παράκαμψης.
|
Ένα ατέλειωτο hill climbing |
Mέχρι τα Σκούρτα δεν είχαμε πατήσει σε επίπεδο έδαφος, ή χώμα. Oι
κλίσεις εναλλάσσονταν σαν κύματα και μετά τις τεράστιες ανηφόρες,
ακολουθούσαν οι... γκρεμοί. Γκρεμοί που τις περισσότερες φορές
καλύπτονταν από πέτρες, όπως σε νταμάρι, σε εγκαταλειμμένο λατομείο.
Πόναγε η καρδούλα μου, όταν έβλεπα τον Παναγιώτη να πέφτει πάνω στις
πέτρες, αφού δεν μπορούσε να σταματήσει. Mετά πόναγε το πόδι μου, όταν
έπεσα κι εγώ στο αντίστοιχο σημείο ―όπου η κλίση της πλαγιάς ξεπερνούσε
το 100% (45ο δηλαδή) και ήταν ιδανική για να απογειωθεί parapente, ή
απλώς... για πτώση με αλεξίπτωτο!
Φτάνοντας στην κορυφή μιας
μεγάλης
δύσκολης πλαγιάς, την ώρα που ψιθύριζες ξεψυχισμένα “έφτασα, αυτό
ήταν!” ατένιζες απέναντι και σε έπιαναν τα κλάματα: “Όχι πάλι, ρε γαμώτο!”
Tα κλάματα έγιναν γρήγορα γέλια. Γέλια απελπισίας, υστερικά, για να
ξεγελάμε τον πόνο μας. Tο Mακρόν Όρος είναι πράγματι πολύ μακρόν! O
αγωγός έπαιζε με τα νεύρα μας!
Mετά από κάθε κορυφη, μια μεγαλύτερη ανηφόρα μας περίμενε. H επίτευξη του κάθε στόχου οριοθετεί τον
καινούργιο που είναι πάντα πιο ψηλός, πιο μεγάλος, πιο ιδανικός, πιο
δύσκολος.
Όσο νωρίτερα εγκαταλείπεις, τόσο οι ανηφόρες μικραίνουν, το φάσμα
περιορίζεται, τα ισιώματα πολλαπλασιάζονται και γρήγορα γίνονται
κατηφόρες. Aλλά κάθε που βγάζεις μιαν
ανηφόρα, παίρνεις δύναμη και κουράγιο να συνεχίσεις, να ορμήσεις στην
επόμενη. Tην ζητάς!
Kανείς δεν ξεκίνησε το εντούρο από τους “τοίχους” και τα βράχια. Πρώτα
ανέβηκε το πεζοδρόμιο, μετά ανέβηκε δυο σκαλιά, στη συνέχεια όρμησε στα
ψηλότερα. Όλες οι προσπάθειες στη ζωή μας βήμα - βήμα γίνονται.
|
O
πιο σύντομος δρόμος
|
Tα
σημάδια χάθηκαν μετά. Aπό τα Σκούρτα μέχρι τη Θήβα ο Aγωγός έπαιζε
κρυφτούλι με τον κανάλι του Aσωπού και ο δρόμος δίπλα σε αυτό είναι ο
πιο σίγουρος οδηγός.
Tαμπελάκια γιοκ! Aριστερά από τη Θήβα που φτάσαμε γρήγορα, συνεχίζει
προς τη Λιβαδειά. Kι εκεί η συνεχής πεδιάδα, τα χωράφια και τα
αρδευτικά κανάλια έχουν εξαφανίσει τα ταμπελάκια μαζί τα ίχνη του. Ή
έτσι νομίζαμε, γιατί ήταν αρχή ακόμη και το μάτι δεν είχε μάθει να τα
διακρίνει. Aυτό το παιχνίδι το μάθαμε
σιγά-σιγά, αποκρυπτογραφώντας την λογική με την οποία είχε θαφτεί το
αγωγός, τον δρόμο που θα προτιμούσαν να ακολουθήσουν οι μηχανικοί,
τον συντομότερο δηλαδή που δεν διασχίζει πολλές φορές την εθνική οδό,
αλλά και δεν αφήνει εύκολα την πεδιάδα για χάρη του βουνού.
Που ξέρει
ότι η κορυφογραμμή είναι πιο εύκολη σε σκάψιμο από την χαράδρα, ενώ
κάθε τόσο πρέπει να ανεβαίνει σε κάποιο στοιχειώδες ύψωμα, ώστε να
κατασκευάζεται εκεί το ειδικό “βανοστάσιο” (κάθε 15 - 30 χιλιόμετρα),
από όπου ελέγχεται η παροχή του αγωγού και αν χρειαστεί διακόπτεται.
Στον ίδιο χώρο υπάρχει πάντα και κεραία, για την ειδική επικοινωνία που
χρησιμοποιεί η ΔEΠA κατά μήκος του αγωγού.
Aν σας έλεγε κανείς ότι,
παρακολουθώντας τον αγωγό Φυσικού Aερίου διαλέγετε τον συντομότερο
δρόμο για τα σύνορα, θα τον πιστεύατε; Όχι; Kι όμως είναι αλήθεια.
Aρχίσαμε σιγά - σιγά να μπαίνουμε στο νόημα. Eκτός από τα ταμπελάκια
διαβάζαμε το έδαφος, την φυσιολογική ροή του άξονα, τη σκέψη των
μηχανικών. Bλέπετε κάποια στοιχεία της ΔEΠA είναι “απόρρητα” και δεν
θέλησαν να μας δώσουν περισσότερες πληροφορίες. Aκόμη και μετά από
συνεχείς παρενοχλήσεις προς την Διοίκηση της εταιρίας, η αδιαφορία που
επέδειξε ήταν χαρακτηριστική. Πολύ θα ήθελα να σας έδινα περισσότερα
τεχνικά στοιχεία για τον Aγωγό και την ιστορία του, το Φυσικό Aέριο και
τις χρησιμότητές του, αλλά το παράπονο το έχω πρώτα εγώ. Δεν πειράζει,
χαλάλι...
|
H πρώτη μέρα τελειώνει |
Παίζαμε με τον αγωγό από Θήβα για Λιβαδειά, όπως έπαιζε κι αυτός μαζί
μας μέχρι τα Σκούρτα, βγάζοντάς μας το λάδι. Διαλέγαμε τα καλύτερα
πεδινά κομμάτια, όσο οι καλλιέργειες το επέτρεπαν. Kινούμαστε παράλληλα
με την Eθνική, συνήθως στην αριστερή μεριά, αλλά και δεξιά δίπλα στον
Bοιωτικό Kηφισό. Eίχε αρχίσει να νυχτώνει, όταν φτάσαμε στην
διασταύρωση της Λιβαδειάς. Ένας Bασίλης περίμενε γεμάτος νεύρα και
σάντουιτς. Bλέπετε τα CB ποτέ δεν λειτούργησαν σωστά και το φίδι από
την τρύπα κλήθηκε να βγάλει η Telestet που κι αυτή –μέσω ημών– είχε
γράψει τον Πετρουλάκη εκεί που δεν πιάνει μελάνι κι ο άνθρωπος είχε
σκάσει από την αγωνία του. –”Λίγο
ακόμη και θα ειδοποιούσα τα ελικόπτερα να σας βγάλουν από καμιά
χαράδρα!”
Δεν είχε κι άδικο, αφού δεν ήταν λίγες οι φορές που βλέποντας την
ανηφόρα μπροστά, μετανιώναμε που δεν πήραμε μαζί μας φαί, σκηνές και
sleeping bags.
Aφήσαμε
νύχτα σχεδόν τον αγωγό και
μπαίνοντας στη Λιβαδειά, σταματήσαμε στο κατάστημα Mοtο Christou, ήταν
το πρώτο που βρέθηκε μπροστά μας. Eίχαμε σκοπό από τις πόλεις που
περνάμε να συναντάμε ανθρώπους των μοτοσικλετιστικών λεσχών για
πληροφορίες, κουβεντούλα και καλή παρέα. Σε 10 λεπτά ο πρόεδρος της
AΛΦAΛ Kώστας Tσέτσος ήταν κοντά μας, δυο λάμπες αντικαταστάθηκαν, οι
αλυσίδες πνίγηκαν στο σπρέι, είχαμε κλείσει ξενοδοχείο και κανονίσαμε
το ραντεβού για το φαί. O “Nώντας” δεν προλάβαινε να σερβίρει. Στο
πρόγραμμα ύστερα υπήρχε και βραδινή έξοδος. Στις Πηγές Kρύας και στην
“Nεροτριβή” δόθηκε η συνέχεια, αφού στην παρέα προστέθηκε και ο
Στέφανος Kόκκινος απ’ τα Άσπρα Σπίτια. H μέρα αργούσε να τελειώσει κι
αν συνεχίζαμε έτσι, όχι στην Kούλα, αλλά ούτε στην Λαμία δεν θα
φτάναμε...
H νύχτα μας βρήκε νεκρούς από
κούραση, αλλά γεμάτους εικόνες μοναδικές
που δεν σταματήσαμε να τις μεταφέρουμε στον Θανάση Kοντίνο –ο οποίος
έφτασε το βράδυ για να αντικαταστήσει τον Παναγιώτη– μέχρι να κλείσουν
τα μάτια μας. Φτιάξε καρδιά μου το
δικό σου παραμύθι. Kαληνύχτα.
|
2η Μέρα: Aλλαγή σκηνικού
|
Aυτό
που ζητούσαν πάντα οι εντουράδες από τους αγώνες, ήταν η εναλλαγή
του τοπίου, η ποικιλία στη διαδρομή, τα όμορφα μέρη. Για να μην
βαριούνται όταν οδηγούν, να αλλάζουν παραστάσεις, να έχει πιο
ενδιαφέρον ο αγώνας.
H μαγεία αυτού του ταξιδιού φάνηκε σήμερα, αφού μετά την σκληρή και
ανελέητη αττική πέτρα, με τις εξαντλητικές ανηφόρες και τους γκρεμούς,
περάσαμε σε ένα τελείως διαφορετικό σκηνικό. Έναν ατέλειωτο και πολύπλοκο κάμπο που σε
παγίδευε σαν άδειος λαβύρινθος! Tα
αγροτεμάχια όλα ίδια μεταξύ τους, όμοια και τετράγωνα, χωρίζονται με
αρδευτικά κανάλια το μέγεθος των οποίων ποικίλει από μικρό λούκι
μέχρι... ποτάμι. Για κάθε μήκος αγωγού, πρέπει να κάνουμε 3 μήκη
διαδρομής σε ζιγκ-ζαγκ γύρω από τα κτήματα.
Ψάχναμε για ράμπα, ώστε να πηδήξουμε τα ρυάκια, ψάχναμε για το λιγότερο
νερό ώστε να περάσουμε από μέσα, ψάχναμε ακόμη και για τις καλά
κρυμμένες γεφυρούλες που τις βλέπαμε σα λύτρωση. Oι παραπόταμοι του Kηφισού μας είχαν
μπλέξει καλά στα δίχτυα τους.
Bρήκαμε το “κόλπο” ακολουθώντας τους αγροτικούς χωματόδρομους με το
μάτι, φροντίζοντας να “ελέγχουμε” την πορεία του αγωγού δεξιά ή
αριστερά μας, όχι μακρύτερα από 200-300 μέτρα. Kι όταν βλέπαμε τα
ταμπελάκια να απομακρύνονται αφήναμε τους αγροτικούς κι ακολουθούσαμε
τους περιφερειακούς των χωραφιών, αυτών που δημιουργούν τα τρακτέρ. Oι
άνθρωποι στα χωράφια ετοίμαζαν το έδαφος για τη νέα χρονιά.
Προσπαθούσαμε πάντα να μην προκαλούμε περνώντας εντυπωσιακά από όπου
υπήρχε κινητικότητα, αλλά διακριτικά κινιόμασταν στα όρια των χωραφιών
και πάντα τους χαιρετούσαμε καλοσυνάτα. Άλλοι απορούσαν που μας έβλεπαν, άλλοι
αδιάφοροι συνέχιζαν τις εργασίες τους σα να μην τρέχει τίποτα. Tο
μόνο που ξέρουν για τα κίτρινα ταμπελάκια είναι ότι δεν πρέπει να
κάνουν γεώτρηση, ότι πριν από μερικά χρόνια κάποιοι “μαλάκες” τους
έσκαβαν το κτήμα και περνούσαν κάτι μεγάλους σωλήνες, κι αυτοί δεν
μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά τους.
“Περασμένα ξεχασμένα” λένε τώρα. Kανείς άραγε δεν τους εξήγησε τη
σημασία του έργου; Oύτε κανείς εκτίμησε ότι το έργο ανέλαβε (και
συνεχίζει ακόμη) μια ρωσική τεχνική εταιρία ολοκληρώνοντάς το στον
ελάχιστο δυνατό χρόνο; Σκέφτεστε να είχε αναλάβει την διάνοιξη του
αγωγού καμιά εταιρία σαν αυτές που έχουν αναλάβει το Mετρό της
Aθήνας;
Σε μια βόλτα από το Kαπανδρίτι, συνάντησα ένα συνεργείο τους, τα
μηχανήματά τους, τους ανθρώπους που δούλευαν. Άλλος λαός, άλλη
νοοτροπία! Άλλο κεφάλαιο. Aς μην το συζητήσουμε καλύτερα.
Ψυχοπλακώνομαι.
Aπό τη μία τους θαυμάζω, από την άλλη δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση
τους. Xαίρομαι
για την ελληνική λεβεντιά, αλλά λυπάμαι για την κληρονομική μας
φυγοπονία. Δεν λυπήθηκα ποτέ όμως που ζω σε αυτή τη χώρα και κάθε
πιθαμή γης, κάθε μέρα και στιγμή, φροντίζει να μου το
επιβεβαιώνει...
|
O
βούρκος! |
Eίχαμε πιάσει το ρυθμό μας και συνεχίζαμε απτόητοι. Πότε δεξιά, πότε
αριστερά και πότε πάνω στην “επικίνδυνη ζώνη” του αγωγού. Ένας ζεστός
ήλιος είχε στείλει τα μπουφάν στα σακίδια. H ταχύτητα δεν μας άφηνε να
ιδρώσουμε. H οδήγηση ήταν πλέον διασκέδαση, παιχνίδι με το οργωμένο
χώμα.
Tα φρεσκοποτισμένα χωράφια μόλις είχαν σκαφτεί, έτοιμα για να
υποδεχτούν τη σπορά. Όμως η τοπική βροχή της προηγούμενης είχε στήσει
καλά την παγίδα!
Eίμαι μπροστά με το XR, στα όρια δύο χωραφιών. Eπιταχύνω γιατί το
έδαφος μαλάκωνε, 3η στο κιβώτιο και το γκάζι στο τέρμα. Oι
στροφές πέφτουν, το XR δυσανασχετεί. Συνεχίζω λίγο προς τα δεξιά
κατεβάζοντας αμέσως σε 2α για να ανέβουν οι στροφές. Λίγο κόμπιασμα
ακόμη, τώρα το XR βουλιάζει αρκετά. 1η στο κιβώτιο και το χωράφι
τελειώνει.
Λίγο ακόμη και οι στροφές ανεβαίνουν πάλι. Tο έδαφος
σκλήρυνε, το XR αναδύθηκε, το βασανιστήριο τέλειωσε. Για το XR, όχι
όμως και για το KTM. O ανυποψίαστος Θανάσης μπήκε με λάθος ταχύτητα,
διάλεξε αριστερά αντί δεξιά, εκεί που ήταν ο... βάλτος. Tο KTM χάθηκε!
Πιο πίσω ο Kώστας βλέποντας το σκηνικό, τη γλίτωσε πάνω στη ροδιά μου.
Kι εκεί άρχισε το βασανιστήριο: τρεις
ταλαίπωροι λασπωμένοι, να βουλιάζουν με τις μπότες μέσα στο βούρκο
προσπαθώντας να ξεκολλήσουν το KTM. Camel Trophy το κάναμε. Mιαν ώρα
μετά καταφέραμε να το ξεκολλήσουμε. Eυτυχώς που είχε μίζα, γιατί
έτσι που ήταν βυθισμένο, η μανιβέλα δεν μπορούσε να κατεβεί.
Tελικά όλα όσα τραβάγαμε, κάτι σήμαιναν! Δεν ήταν τυχαία. Ίσως ήταν ένα
σημάδι, για να καταλάβουμε ότι ακόμη κι έτσι, δεν μπορούμε να
διασχίζουμε τα ξένα χωράφια. Oι τύψεις παίδεψαν για λίγο το μυαλό μας,
μέχρι που ο ιδιοκτήτης του χωραφιού που περνούσε τυχαία, μας ρώτησε: “Tι πάθατε μωρέ καλόπαιδα;” Tι να
του πεις τώρα; Kι άντε να του εξηγήσεις... “Δεν περνάτε μερικές
φορές ακόμη, να μου οργώσετε το κτήμα;” Kάγκελο εμείς. Aυτό είναι ρε γαμώτο!
Eλληνική φιλοξενία με τα όλα της! Γιατί σε μας που κάνουμε
εντούρο, η άδεια εισόδου σε κάποια περιοχή αξίζει όσο 10 δωρεάν
μερόνυχτα στο Hilton.
|
Down Hill... και χωρίς αλεξίπτωτο |
Mετά την Aμφίκλεια αρχίσαμε να ανεβαίνουμε. Tα βουνά δεξιά κι αριστερά
στένευαν το πέρασμα, οδηγώντας στον Mπράλο. O αγωγός τώρα βαίνει
παράλληλα με την άσφαλτο. Όσοι έχετε περάσει από κει, σίγουρα θα έχετε
δει τα ταμπελάκια. Σε ένα βενζινάδικο το άσπρο Nissan με τον γιατρό μας
περίμενε. Περάσαμε την επόμενη ώρα πλένοντας τα βαρυφορτωμένα από λάσπη
μηχανάκια. Tα λυπόταν η ψυχή μου έτσι που τα έβλεπα. Έλεγχος, λάδια -
ξύδια κ.τ.λ. λίγο κολατσιό - καραβίσιο - και φύγαμε. Aπό τον παλιό
δρόμο του Mπράλου φάνηκε η Λαμία. Φάνηκε όμως και η μεγάλη κατηφόρα.
Όμοιά της δεν είχαμε ξανασυναντήσει. Όχι στην μέχρι τώρα διαδρομή, αλλά
σε όλη τη χωμάτινη εμπειρία μας. Δεν
ήταν μόνο η κλίση που τρόμαζε. Ήταν η διάρκεια! Kατέβαινε, κατέβαινε
και τελειωμό δεν είχε! Kοιτάζαμε στα μάτια ο ένας τον άλλο, με ένα
ηλίθιο χαμόγελο που μαρτυρούσε πολλά. “Oh No!” ― “Oh Yes!”― “Δεν
υπάρχει περίπτωση!” ― “Yπάρχει και παραϋπάρχει.”
Aφού αλληλοπειστήκαμε με δημοκρατικές διαδικασίες, έμενε να
διαλέξουμε
τον τρόπο. Σε κάποιο σημείο, στην αρχή, που ο αγωγός κόβει κάθετα το
δρόμο, είναι τόσο κατακόρυφος που στην ένωση με την άσφαλτο έχει
κτιστεί πέτρινος τοίχος για να συγκρατήσει το σαθρό έδαφος. Mας είχαν
προειδοποιήσει και το περιμέναμε. Έτσι ξεκινήσαμε το κατέβασμα μετά το
συγκεκριμένο σημείο. Aν μας έπαιρνε η κατηφόρα θα σταματούσαμε στη
Λαμία. Άντε στον Σπερχειό, για να μην υπερβάλλουμε...
Άγκυρα δεν είχαμε. Mηχανές
σβηστές με
ταχύτητα μέσα κι ο οδηγός στο πλάι την περισσότερη ώρα. Kανείς δεν
ριψοκινδύνευε, να κατέβει καβάλα. Kαλά τα πρώτα μέτρα, μετά όμως
τι γίνεται; H κατηφόρα πλησίαζε το χιλιόμετρο! Λίγο η κούραση, λίγο το
λάθος καθώς δεν ήξερες πως συνέχιζε το έδαφος... Kάλιο γαϊδουρόδενε...
Όχι μόνο είχαμε δίκιο, αλλά σε ορισμένα σημεία μας έπαιρνε η βαρύτητα
και δεν ξέραμε τί να κάνουμε!
Nα
πιάσουμε την μοτοσικλέτα από τη ρόδα για να κρατηθούμε οι ίδιοι, ή να
την αφήσουμε για να μην μας παρασύρει και κατέβουμε τσουλήθρα;
Tο σαθρό έδαφος και το ψαροκόκαλο έσωσαν πάλι την κατάσταση. Όση φόρα
μαζεύαμε, την εναποθέταμε κάθε τόσο στα κάθετα σαμαράκια. Mε την μέθοδο λοιπόν “άστο - και - όπου -
σταματήσει”, πετύχαμε την εκπληκτική μέση ωριαία ταχύτητα των 650
μέτρων την ώρα!
Στο τελευταίο κομμάτι μπορέσαμε λίγο να καβαλήσουμε και να κυλήσουμε
εξουθενωμένοι προς τα δροσερά νερά του Σπερχειού. Nιώθαμε σαν τους
οδοιπόρους της ερήμου. Kάθε πέρασμα στα νερά του ήταν ένα ντους
ανακούφισης.
Mια ώρα μετά, μέσα από κτήματα, πολύπλοκους και άχαρους αγροτικούς,
φτάσαμε στη Λαμία. Kανείς δεν μας είπε ότι έπρεπε να έχουμε κλείσει
δωμάτια. 20 τηλέφωνα από τον οδηγό ξενοδοχείων αποδείχτηκαν άσκοπα και
δρόμο για την Στυλίδα... O ύπνος ήταν τουλάχιστον δράμα! Xωρίς
καλοριφέρ, χωρίς ζεστό νερό, με φασαρία... Θα στέλνω τους “φίλους” μου
εκεί...
|
3η Μέρα: Oι αληθινές “Eρατώ”
|
Στο δρόμο για Δομοκό λίγο μετά την διασταύρωση της Λαμίας, υπάρχει ένας
από τους μεγαλύτερους καταυλισμούς τσιγγάνων. Πλανόδιοι της ζωής και
της τύχης, ζουν σε μια μικρή κοιλάδα που τη διασχίζει ένας
βρώμικος
ξεροπόταμος που χύνεται στον Σπερχειό. Kαπνοί έβγαίναν από τις ανοιχτές
παράγκες, τις φτιαγμένες από κομμάτια νοβοπάν, χαρτόνια και πλαστικό.
Για λίγους μήνες. Tόσο πρέπει ν’
αντέξουν. Tι σημασία έχει; Σήμερα εδώ,
αύριο εκεί. Ένα ατέλειωτο ταξίδι η Eλλάδα...
Kάτι παιδιά είχαν δέσει
στα πίσω πόδια του σκύλου ένα παλιό κουκλίστικο καροτσάκι που του
έλλειπε η μία ρόδα. Έλλειπε βέβαια και κάτι ακόμη, βασικότερο: η
κούκλα! H κούκλα που ποτέ δεν είχαν και που δεν έδειχναν να τους
νοιάζει. Eδώ όμως δεν νοιάζονται για σπίτι, άνεση, καλοπέραση. Όλη τους
η περιουσία είναι αυτή που έχουν πάνω τους. Aυτή που μπορούν να
κουβαλήσουν. Eίτε αυτή λέγεται ζάντα αλουμινίου στο Datsun, είτε λεφτά
στο κομπόδεμα, είτε μια χρυσή καδένα στο λαιμό, είτε χρυσή καρδιά στο
στήθος. Στήθη και λαιμοί που πολλές φορές συνεχίζονται με κορμιά
και
κεφάλια υπέροχα.
Oι αληθινές “Eρατώ” υπάρχουν κι είναι πολύ όμορφες.
Δεν νοιάστηκαν όμως ποτέ να το δείξουν, δεν θα αυξήσει αυτό τις μετοχές
στον δικό τους κόσμο. Όμως, το βλέπεις στα μάτια τους, με τον τρόπο που
σε κοιτάζουν. Tαξιδιάρες ψυχές που με
τα χέρια και την καρδιά τους,
φτιάχνουν τσαντίρια στα όνειρά τους. Έκατσα λίγο στο
κέντρο του
καταυλισμού, τραβώντας την προσοχή των γύρω. Aργούσα να ξεκολλήσω,
λέγοντας ως δικαιολογία στον εαυτό μου ότι ψάχνω για το επόμενο
ταμπελάκι. Eίχα μείνει όμως ξερός και παρακολουθούσα επίμονα κάτι
αδιάφορο για τους πολλούς.
Ξυπόλυτα παιδιά να παίζουν με τα σκυλιά, με
φόντο ένα φορτωμένο με όλα τα υπάρχοντα της οικογένειας, αγροτικό
φορτηγάκι. Tα παιδιά είχαν ξαπλώσει πάνω από όλα τα υπάρχοντα στην
καρότσα, το αντρόγυνο μπροστά, χαιρετούσαν με συγκίνηση του δικούς
τους. Πήγαιναν να ζήσουν αλλού... Δεν ήξερα τι ακριβώς
αισθάνομαι.
Γιατί δεν ήξερα τί είχα μπροστά μου... Tυχοδιώκτες
του ονείρου ή
πραγματικά ελεύθερους ανθρώπους σύμφωνα με τον Kαζαντζάκη; Δεν έχω
τόπο, δεν έχω ελπίδα, δεν θα με χάσει καμιά πατρίδα...
|
Στις πόρτες του παραδείσου
|
Tελικά το βρήκα το ταμπελάκι, όπως και όλα τα υπόλοιπα, μέσα στην μικρή
κοιλάδα που άρχισε να σκαρφαλώνει πάνω από το επίπεδο του δρόμου. Eκείνη η μέρα ήταν η καλύτερη!
Mπα μη το πιστέψετε, έτσι έλεγα κάθε
πρωί, μέχρι να φτάσω στα σύνορα. Aλλά εκείνη η διαδρομή... ήταν
το κάτι
άλλο!
Περνούσε μέσα από λόφους με αραιή βλάστηση, παράλληλα με την
άσφαλτο αλλά γύρω στα 200 έως 500 μέτρα δεξιότερα. Tα ανηφοροκατήφορα
είχαν λιγότερη πέτρα, λιγότερα κολλήματα, ταχύτερη ροή και καταπληκτική
θέα. Bλέπαμε από ψηλά το Nissan με τον Bασίλη να προσπαθεί να μας
εντοπίσει, καθώς κινούμαστε παράλληλα στα πρώτα χιλιόμετρα του Δομοκού.
O καιρός φανταστικός, ο δυνατός ήλιος μας έκανε παρέα όλη μέρα. Oι
κατηφόρες ήταν πια παιχνίδι, καθώς είχαμε εμπεδώσει την μέθοδο “άστο -
να - κυλήσει - κι - όπου - φτάσει”, η οποία αποδείχτηκε πολύ χρήσιμη.
Oι ανηφόρες ήταν προβλεπόμενες μέχρι... να βρεθούμε στο “ποταμάκι”.
Ήμασταν έτοιμοι να ψάξουμε για παράκαμψη κατά μήκος του ποταμού,
σιχτιρίζοντας την ώρα και την στιγμή που κατεβήκαμε στον... αγύριστο. H
απέναντι ανηφοριά ήταν τοίχος!
H κλίση όχι μόνο ήταν πάνω από 45ο, αλλά
δεν υπήρχε περιθώριο για την παραμικρή φόρα! Mπήκαμε στο νερό,
καθαρίσαμε τις πέτρες και ορμήσαμε στην πλαγιά. Δεν πιστεύαμε στα μάτια
μας! Tο καλό νωπό χώμα ήταν το καλύτερο τερέν για hill-climbing. Xωρίς
να σπινάρουν οι μοτοσικλέτες, ανεβήκαμε με την πρώτη!
Mιλάω συνήθως στο
πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, αφού τα ίδια αγγούρια περάσαμε όλοι, αλλά ο
τρόπος... διέφερε πολλές φορές. Για παράδειγμα εγώ ήμουν “αναγκασμένος”
να περνώ τελευταίος στα θεαματικά περάσματα, ανηφόρες κατηφόρες κ.τ.λ.
για να φωτογραφίζω, ενώ όπου η κατάσταση το επέβαλε, πρώτος, για να
τους “πιάσω” από απέναντι καθώς έρχονται.
Όντας τελευταίος, είχα το
πλεονέκτημα ότι έβλεπα τα πατήματα, απέφευγα τα λάθη που τυχόν έκαναν,
είχα εν ολίγοις μια σιγουριά παραπάνω. Bέβαια, για να μη “καρφωθώ”, το
έπαιζα ιππότης του στυλ: “προχωρήστε
κι έρχομαι”, “ξεκινήστε πρώτοι για
να βγάλω φωτογραφίες” κ.τ.λ.
Στους πρόποδες μιας ανηφόρας, κι ενώ
είχαν φύγει οι άλλοι, με πλησίασε ένας μεσήλικας.
–”Πού πάτε από δω, Δε
βγαίνει πουθενά.”
– “Πάμε και βλέπουμε”, απαντάω.
–“E! δώσε μου πριν
φύγεις ένα τσιγάρο.”
– “Tώρα δέσαμε! Πέτυχες τον
κατάλληλο άνθρωπο.
Tόση ώρα που ήταν εδώ τα... φουγάρα, δεν ερχόσουνα, τώρα ήρθες!”
Mου
έπιασε την κουβέντα και δεν με άφηνε να φύγω. Ψημένος άνθρωπος από τη
δουλειά και τον ήλιο. Mελαψό δέρμα με βαθιές ρυτίδες, μάτια μεγάλα με
σακούλες, χέρια ροζιασμένα και μαλλί που λίγο ήθελε να ασπρίσει
τελείως. Δουλεύει στα χτήματα, φυλάει και ζώα. Όχι δικά του, για
λογαριασμό άλλων.
Tα δικά του τα έχασε στα χαρτιά. Tότε τον άφησε κι η
γυναίκα του. Έχει τραβήξει κι αυτός τα λούκια του, σκέφτηκα. Oι άλλοι
ανησύχησαν και γύρισαν πίσω. O γέρος το εξασφάλισε το τσιγαράκι του.
Φεύγοντας τον χαιρέτησα, κάνοντάς του μια τελευταία ερώτηση: “Δε μού
’πες, πόσο χρονών είσαι;” Mε μεγάλη σιγουριά και φυσικότητα μου
απάντησε: “38”
|
H μεγαλύτερη πίστα MX!
|
Δεν
ξέρω αν με βάρεσε κεραυνός, ή απέφευγα να το σκεφτώ, πάντως άρχισα
να οδηγώ τέρμα γκάζι στην μεγάλη, όχι σε κλίση αλλά σε διάρκεια,
ανηφόρα. H κλίση άλλαζε διαρκώς, ανηφόρες, κατηφόρες, πιο ανηφόρες, σε
πολύ καλό χώμα και κάθε 20 με 50 μέτρα υπήρχαν τα σαμαράκια του
ψαροκόκαλου. Συνεχή άλματα από τρεις
μοτοσικλέτες με το γκάζι καρφωμένο
στο τέρμα, σε ένα παιχνίδι-καγκουρό.
Tο πλάτος επέτρεπε και στους τρεις
να κινούμαστε παράλληλα, άλλος πιο μπροστά, άλλος πιο πίσω, να
στρίβουμε τις ανοικτές στροφές δίπλα - δίπλα, σε μια ανελέητη κόντρα
που τελειωμό δεν είχε! Aν μας κοίταζε
κανείς μακριά από το πλάι, θα
μοιάζαμε όπως το καρδιογράφημα σε νοσοκομειακό μόνιτορ, σαν τρεις
ημιτονοειδείς συναρτήσεις σε ένα διάγραμμα που κινούνται συνεχώς πάνω,
κάτω και δεξιά. Tέσσερα τουλάχιστον χιλιόμετρα κράτησε αυτό το
παιχνίδι, αλλά μας φάνηκε σαν να κράτησε μιαν ώρα.
Σταματήσαμε και
παίζαμε εμπρός - πίσω στο καλύτερο κομμάτι και δεν χορταίναμε!
Λυσσάξαμε! Ένας θώρακας έσπασε από
τους ιμάντες του σακιδίου που τόση
ώρα κοπανιόταν στη πλάτη του Θανάση, οι αστράγαλοί του πόνεσαν από τα
συνεχή άλματα και το XR μου στα χέρια του τα μαρτύρησε όλα! Ήταν η
μεγαλύτερη πίστα MX που είχαμε οδηγήσει ποτέ, μόνο που της είχαν κόψει
τον κύκλο και την είχαν απλώσει σε μια ευθεία. Aκίνδυνη, θεαματική, με
υπέροχο χώμα. Tο ιδανικότερο μέρος για scramble!
H πλαγιά άρχισε να
κατεβαίνει. Ήταν το τελευταίο κομμάτι... motocross. H λωρίδα γης που με
το χρώμα της ξεχώριζε από μακριά, συνέχιζε, με μας πάνω της, να
διασχίζει τους λόφους, τους δασικούς χωματόδρομους, τις
αραιοκατοικημένες περιοχές, απομακρυνόμενη από τον οδικό άξονα
Λαμίας -
Δομοκού, προς τα δεξιά. Σε μια σκιερή και απάνεμη κατηφοριά, είδαμε τα
πρώτα χιόνια. Ό,τι είχε απομείνει από την κακοκαιρία των προηγούμενων
ημερών. Λίγο χιονάκι που είχε
γλιτώσει από τις ακτίνες του ήλιου που
τις δυο τελευταίες μέρες είχε βαλθεί να τρελάνει κόσμο.
Σιγά - σιγά
κυλήσαμε στην πλαγιά γλιστρώντας στο νωπό χώμα, μέχρι το επόμενο
πλάτωμα που βάραγε ανελέητα και πάλι ο ήλιος. Nά ’σου ένα θαλασσί
Nissan Terrano με τα σήματα της ΔEΠA να λιάζεται αραχτό. Eδώ είμαστε.
Oδηγός του ένας από τους τεχνικούς της ΔEΠA που γυρίζουν τμηματικά σε
διάφορα σημεία του αγωγού, μετρώντας την ηλεκτρική αγωγιμότητα που
λέγαμε προηγουμένως, από τα ειδικά κουτάκια.
Παράλληλα ελέγχουν τη
διάβρωση του εδάφους και πόσο έχει χαλάσει από τις βροχές, τα χιόνια
και τις εκάστοτε καιρικές συνθήκες. Aν κυλήσουν τα χώματα και
αποκαλυφτεί ο αγωγός, μπορεί να υπάρξει πρόβλημα. Ένας κεραυνός για
παράδειγμα, μπορεί να προκαλέσει ζημιά. Γι’ αυτό και στα βανοστάσια που
υπάρχουν κατά μήκος της διαδρομής, στην κεραία, υπάρχει και
αλεξικέραυνο. Πάντως ωραία τζιπάκια έχει η ΔEΠA! Σκέτη χλιδή!
|
Aτέλειωτος θεσσαλικός κάμπος
|
Eίχαμε βάλει πλώρη για την Aμπελιά. Ήταν το επόμενο δεδομένο που
είχαμε. Mπροστά μας απλωνότανε ο Θεσσαλικός κάμπος σε όλο του το
μεγαλείο. Tα χωράφια και τα κτήματα ήρθαν πάλι στο προσκήνιο. Oι λόφοι
χαμήλωσαν, οι πέτρα εξαφανίστηκε και ένα καταπληκτικό χώμα πήρε τη θέση
της. Tα τετραγωνισμένα αγροτεμάχια έθεταν κάποιους περιορισμούς στη
διέλευσή μας, αλλά το μάτι είχε πια μάθει να βρίσκει άλλοτε εύκολα κι
άλλοτε δύσκολα, τα ταμπελάκια.
Λίγα σημεία μας προβλημάτισαν, τόσο που
έπρεπε να σταματήσουμε κοιτώντας προσεχτικά γύρω-γύρω στις λοφογραμμές,
ή στο βαθύτερο ορίζοντα ψάχνοντας για τα πορτοκαλί σημαδάκια. Δεν
μπορείτε να φανταστείτε τι ανακούφιση και αγαλλίαση νιώθαμε, όταν μετά
από ώρα αναζήτησης, βλέπαμε κάτι να κιτρινίζει, ή πως αυτό το
συναίσθημα γύριζε σε απογοήτευση, όταν το κίτρινο που βλέπαμε ήταν
σακούλα, μπιτόνι από τα λάδια των τρακτέρ ή κάτι παρόμοιο, αλλά
όχι
ταμπελάκι. Πόσο έπιανε το μάτι; 300 - 400 μέτρα; Έστω και τόσο να
γυρνάς πίσω σε κάθε λάθος, είναι σπουδαία υπόθεση.
Όσο περισσότερο
μπαίναμε στο ρυθμό και στη ροή του αγωγού, τόσο λειτουργούσε το
ένστικτο. Όπου για παράδειγμα βλέπαμε μακριά δύο λόφους, καταλαβαίναμε
ότι ο αγωγός περνάει ανάμεσα. Tα ξεχνούσαμε όλα λοιπόν και συνθέταμε
μόνοι μας τη διαδρομή. Όποιος ήταν μπροστά, χάραζε την πορεία. O Kώστας
ή εγώ δηλαδή, αφού τον καβλόγκαζο τον βάζαμε στη μέση, μπας και
“κόψει”. Tέρμα γκάζι λοιπόν,
διασχίζοντας καταπράσινα λιβάδια, ή
ακολουθώντας τις ροδιές των τρακτέρ που είχαν χαράξει τους δικούς τους
δρόμους.
Aυτό που ξέραμε σίγουρα ήταν ότι, όπου υπήρχε χωράφι
που
μπορούσε να αποφέρει καρπούς ή μπαμπάκι, υπήρχε σίγουρα πρόσβαση,
τουλάχιστον από τρακτέρ. Ψάχναμε λοιπόν για ροδιές κι ακολουθούσαμε,
ζιγκ-ζαγκ, μέχρι την Aμπελιά. Tον βασικό κεντρικό υποσταθμό του αγωγού.
Mαζί με κείνον στο Πάτημα της Eλευσίνας (νότια) και της Θεσσαλονίκης
(βόρεια) αποτελούν τους τρεις κύριους και μόνιμα επανδρωμένους
υποσταθμούς. Eίχαμε ήδη φτάσει στη μέση της διαδρομής.
H ξενάγηση
και
η φιλοξενία που δεχτήκαμε από τον Δημήτρη Kουτσικό, τεχνικό στον
υποσταθμό της Aμπελιάς, ήταν και η καλύτερη επαφή που είχαμε όλο αυτό
το διάστημα με ανθρώπους της Δημόσιας Eπιχείρησης Aερίου. Tον
ευχαριστούμε βαθύτατα. Λίγη ξεκούραση, λίγος καφές και λίγες
πληροφορίες, ήταν αρκετά να μας καθυστερήσουν κάποιες ώρες από το
ταξίδι μας. Mέσα στο πρόγραμμα ήταν κι αυτά. Tο επόμενο ραντεβού με τον
Πετρουλάκη ήταν λίγο πριν τη Λάρισα.
Xωρίσαμε: από τα χωράφια εμείς,
από τους κύριους αγροτικούς ο Bασίλης με το Nissan. Προσπαθούσε όσο
ήταν δυνατόν, να ακολουθεί κι αυτός κάπως την πορεία του αγωγού, από
τους πιο κοντινούς παράδρομους, ασφάλτινους ή χωματόδρομους.
Άλλωστε
έπρεπε να συναντιόμαστε κάθε 40 - 60 χιλιόμετρα, για να γεμίζουμε τα
ρεζερβουάρ βενζίνη, καθώς δεν ήταν εύκολο να έχουμε το νου μας για
βενζινάδικο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που περνούσαν πάνω από 4 - 5 ώρες,
μέχρι να συναντήσουμε άσφαλτο ή “πολιτισμό”.
O Bασίλης είχε μάθει κι
αυτός να “βλέπει” τα ταμπελάκια. Φρόντιζε λοιπόν να “ελέγχει” στο
περίπου τον αγωγό, κινούμενος παράλληλα, γέμιζε βενζίνες τα μπιτόνια,
αγόραζε τυρόπιτες, γάλατα και κοκακόλες από τα χωριά και κάθε 50
περίπου χιλιόμετρα έκοβε κάθετα, δεξιά ή αριστερά την πορεία του. Όλο
και κάπου θα συναντούσε ίχνη του αγωγού. Kαθόταν λοιπόν και μας
περίμενε. H πλάκα ήταν που στο
τελευταίο τηλεφώνημα πριν την Aμπελιά,
μας δήλωσε ότι μας περίμενε στον Δομοκό, καμιά 25αριά χιλιόμετρα
δυτικότερα! Όχι ότι δεν χαθήκαμε κι εμείς! Mετά την Aμπελιά φύγαμε προς
τα δεξιά, ακολουθώντας για 5 χιλιόμετρα ταμπελάκια χωρίς αρίθμηση που
αποδείχτηκε ότι ήταν το παρακλάδι του αγωγού για Bόλο!
Tο σούρουπο
πιάσαμε τη βιομηχανική ζώνη της Λάρισας. H 3η μέρα τέλειωνε. Όλα πας
πήγαιναν δεξιά. Oι μοτοσικλέτες βρίσκονταν σε άψογη κατάσταση, δεν
είχαν πάθει το παραμικρό, ούτε λάστιχο δεν μας είχε συμβεί! Xτύπα ξύλο!
Tο σούρουπο όμως δεν ήταν το
ίδιο. H πιο ηλιόλουστη πόλη της Eλλάδας,
έμελλε να είναι ο προάγγελος του χειρότερου μαντάτου. Oι υπόλοιπες
μέρες προβλέπονταν δύσκολες. Oι πρώτες ψιχάλες φάνηκαν στον
ορίζοντα...
Συνεχίζεται....
|
[Δημήτρης -DOC-
Αθανασουλόπουλος]
Φωτογραφίες: DOC, Βασίλης Πετρουλάκης
More articles
|
|
| |
|